ΑΓΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (όλο το έργο)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΕΛΑΙΟΥΣΑ
ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΟΑΙΜΑΤΟΥΣΑ
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ
Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΟ ΣΤΑΜΝΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ
Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Η παραγωγή ζάχαρης άρχισε στην Κύπρο πριν αρχίσουν οι Πορτογάλοι να εξερευνούν την Αφρικανική ακτή. Η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου είχε τη προέλευση της από τους Άραβες κατακτητές το 12ο  αιώνα. Αργότερα οι Ιταλοί έμποροι και οι τοπικοί κυβερνήτες χρησιμοποίησαν σκλάβους και ελεύθερους εργάτες για να παραγάγουν τη ζάχαρη. Οι φυτείες βρίσκονταν συνήθως στις αγροτικές περιοχές της Επισκοπής Λεμεσού, των Κουκλιών, της Αχέλλειας, μέχρι την Χλώρακα, Έμπα και Λέμπα.
Χρησιμοποιούσαν σκλάβους, κυρίως Αφρικανούς τους οποίους έφερναν από την Κεντρική Αφρική μέσω του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και ύστερα στο λιμάνι της Λάρνακας κάποτε και της Πάφου. Τις νεαρές όμορφες γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν στα σπίτια τους οι πλούσιοι τσιφλιτσικάδες Ενετοί και Κύπριοι ως δούλες, στην πραγματικότητα ως μετρέσες. Έτσι είχαν ξεκινήσει τα χαρέμια οι Τούρκοι όταν αργότερα κατέλαβαν την Κύπρο, αντιγράφοντας τις συνήθειες των πλούσιων Κυπρίων. Στα Παλιόκαστρα ανάμεσα της Πάφου και της Χλώρακας, όλη η παραλιακή εύφορη πεδιάδα ήταν ιδιοκτησία της Ρήγαινας.
Μια φορά που ήρθε στην Κύπρο ο Διγενής Ακρίτας κυνηγώντας ένα Σαρακηνό εχθρό του Βυζαντίου , είδε την Ρήγαινα και την αγαπησε. Της ζήτησε να τον παντρευτεί, και κατά πως λέει ο μύθος, η Ρήγαινα θέλοντας να αποφύγει την παντρειά μαζί του, του έβαλε όρο να έκτιζε ένα μεγάλο αυλάκι που θα έφερνε νερό από τα λουτρά του Άδωνη στα Παλιόκαστρα, πιστεύοντας πως δεν θα τα κατάφερνε.
Ο Διγενής δέχτηκε, και ζήτησε από τη Ρήγαινα να του δώσει εργάτες για να κτίσει το αυλάκι.
Στο λιμάνι της Πάφου ήταν αγκυροβολημένο ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους, ιδιοκτησία ενός Αιγύπτιου Άραβα που τους έφερε να τους πουλήσει στους τσιφλικάδες της Γεροσκήπου. Η Ρήγαινα του έστειλε μαντατοφόρο και τον κάλεσε. Του πρόσφερε όλη την παραλιακή γη στην περιοχή των Ροαφινών της Χλώρακας που έφτανε ως το σημερινό εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα και ανήρχετο σε έκταση 500 σκαλών, αν δεχόταν να δώσει τους σκλάβους στο Διγενή.
Ο Άραβας δέχτηκε να τους δώσει να δουλέψουν ώσπου να τελειώσει το αυλάκι και ύστερα σάλπαρε για την Αίγυπτο όπου φόρτωσε τα υπάρχοντα του στο πλοίο και με την οικογένεια επέστρεψε πίσω και εγκαταστάθηκε στην Χλώρακα.
Έστησε το σπιτικό του σ ένα ψήλωμα για να μπορεί να επιβλέπει την περιουσία του, έβαλε σκλάβους και έσκαψαν τεράστια λαγούμια στην περιοχή του Αϊ Νικόλα και δεν τους άφησε να σταματήσουν, παρά μόνο όταν έσκαψαν πολλά μίλια μέσα στη γη, ώσπου βρήκαν νερό αστείρευτο.
Εγινε ένας πλούσιος τσιφλικάς, καλλιεργούσε ζαχαροκάλαμο, κάνναβη, είχε στρατιές προβάτων και σκλάβων βοσκών που τα πρόσεχαν, είχε και μικρές νέγρες υπηρέτριες να τον περιποιούνται και να τον ευχαριστούν.
Πέρασαν πολλά χρόνια, κάπου στα μέσα του 12ου αιώνα, ένας από τους απογόνους του, ο νέος αφέντης, είχε στο υπηρετικό του προσωπικό μια νέγρα παιδούλα δούλα, που της είχε μεγάλη αδυναμία, πολλή αγάπη, και δίχα της δεν μπόραγε. Της μικρής δούλας της άρεσε να πηγαίνει σεργιάνι στις ακτές της θάλασσας να μαζεύει κρίνα του γιαλού και αγριοματσικόριδα. Ήταν οι ακρογιαλιές έρημες, δεν είχε κόσμο, έτσι τα καλοκαίρια μες την πολλή τη ζέστη, καμιά φορά η παιδούλα έβγαζε τα ρούχα της και βουτούσε στα καταγάλανα νερά της θάλασσας στον κόλπο των Ροαφινιών. Μια μέρα που κολυμπούσε γυμνή, είδε τα κάλλη της ένας έμπορος σκλάβων που είχε αράξει το μικρό του καΐκι στον διπλανό κολπίσκο, στο Δήμμα, και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη, και θα μπορούσε να την πουλήσει πολύ ακριβά. Την έκλεψε, την αλυσόδεσε, και την έριξε στο αμπάρι, και σάλπαρε για το νότο, και χάθηκε μεσα στο πούσι και τη νοτιά…
Όταν η ώρα πέρασε χωρίς η δούλα να επιστρέψει στο κονάκι της, ο αφέντης της γεμάτος ανυσηχία μήπως έπαθε κάτι, έστειλε τους μισταρκούς με δάδες μέσα στην νύχτα να την βρούν. Τους διέταξε να μην επιστρέψουν αν δεν την βρούν, και αυτός περίμενε γεμάτος αγωνία, όλο το βράδυ, ως το πρωί.
Η ωρα πέρναγε, είδηση δεν έφτανε καμία, φόβοι τον έζωναν για το χειρότερο. Με το ξημέρωμα έβγαλε φιρμάνι που ο τελάλης το φώναξε σε όλα τα γυρω χωριά και έδιδε μεγάλη αμοιβή σε όποιον έφερνε μαντάτα.
Κατά το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν σκόρπιες πληροφορίες, έμαθαν από βοσκούς της περιοχής ότι ένας έμπορος σκλάβων πέρασε από τα μέρη.
Ο πλούσιος αφέντης ήταν σίγουρος πλέον ότι έχασε την αγαπημένη του δούλα, μαράζωσε πολύ, και όλοι δεν πίστευαν την τόση αγάπη του για μια σκλάβα. Είναι όμως ο έρωτας μεγάλο πράγμα, και όποιος πέσει σ αυτόν, γνωρίζει βάσανα πολλά. Έτσι και ο ερωτευμένος νέος αφέντης έπεσε σε μεγάλο μαράζι, δεν έτρωγε, οι μέρες περνούσαν, είχε σαλέψει το λογικό του, και κάθε μέρα, όλη μέρα, στεκόταν στην άκρη του γκρεμού, και αγνάντευε τα βάθη του ορίζοντα της θάλασσας μήπως δει την καλή του να επιστρέφει, και έκλαιε μέσα του απαρηγόρητα και ήταν ο πόνος του τόσο μεγάλος, που οι κάτοικοι στην γύρω περιοχή, πίστεψαν ότι τρελάθηκε, και όλοι τον συνερίστηκαν γιατι ήταν ενας ευσπλαχνικός, δίκαιος και καλός άνθρωπος…
Ήταν ένας καλόγερος Χριστιανός που ασκήτευε σε μια σπηλιά μέσα σ ένα βουνό λίγο πιο πάνω από την Χλώρακα προς τη μεριά της Τάλας,  μια νύχτα ήρθε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης της θάλασσας, και του φανέρωσε ότι άν ο πλούσιος μικρός αφέντης που ήταν Μουσουλμάνος έκανε γιορτή και δέηση στο Χριστό, η θάλασσα θα του έφερνε πίσω τη δούλα. Έτσι πρωί με το πουρνό, κατηφ’οτησε και πήγε ο καλόγερος στον μικρό αφέντη και του ορμήνεψε τι να κάμει. Δεν δέχτηκε ο αφέντης, αρνήθηκε να κάνει δέηση Χριστιανική αφού ήταν πιστός θρησκευόμενος Μουσουλμάνος.
Την επόμενη ο καλόγερος ξανα είδε το ίδιο όνειρο, και ξανά την μεθεπόμενη. Ξανακατέβηκε τη ράχη του βουνού, πάει τον ξανα βρίσκει, και του εξηγά ότι είναι το θέλημα του Θεού, έπρεπε να υπακούσει…
Υπάκουσε το λοιπόν ο αφέντης, έκαμε δέηση και γιορτή, και ύστερα έκατσε αντάμα με τον ερημίτη στην άκρια του γκρεμού και έβλεπαν κατά τον νότο, εκεί που τέλειωνε η θάλασσα , ελπίζοντας να γίνει το θαύμα.
Πέρασε κάμποση ώρα, ήρθε το απόγιομα, πρόσεξαν τον ουρανό στο νότο να νοτιάζει, να μαζεύει πούσι και να σκοτεινιάζει. Είδαν τη θάλασσα να φουσκώνει και να τρικυμίζει, και εκστασιασμένοι κοίταζαν και ανέμεναν το θαύμα του Θεού.
Όταν ο ορίζοντας καθάρισε, είδαν μέσα στους αφρούς των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν πάνω στις ξέρες του Φερφουρή λίγο πιο πέρα από τον κόλπο των Ροαφινιών, το καΐκι του Άραβα πειρατή σφηνωμένο πάνω στις ξέρες. Η μεγάλη τρικυμία το έστρεψε πισω, και τα μεγάλα κύματα το παρέσυραν και το έριξαν στις ξέρες του Φερφουρή.
Είχε κάμει το θαύμα του ο Άγιος Νικόλαος, έριξε το σκάφος του εμπόρου των σκλάβων έξω στη στεριά.
Μονομιάς πήγαν οι άνθρωποι του αφέντη, ανέβηκαν στο καΐκι και συνέλαβαν τους πειρατές και ελευθέρωσαν την κόρη.
Ευχαριστημένος ο μικρός αφέντης, ασπάστηκε το δικό μας Θεό, βαφτίστηκε Χριστιανός, και έκτισε ένα μικρό ξωκλήσι προς τιμήν του Αϊ Νικόλα πανω στο ύψωμα, εκεί που στάθηκαν και αγνάντεψαν τον ορίζοντα της θάλασσας ώσπου εγινε το θαύμα.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΕΛΕΟΥΣΑ
Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης υπήρχε πάνω στο αρχαίο τέμπλο του εικονοστασίου η εικόνα της Παναγίας που είναι θαυματουργή και εξέχουσα απ όλες τις άλλες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία και που όταν κτίστηκε η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης, μεταφερτηκε εκεί. Πριν πάρα πολύ καιρό κατά τον ενδέκατο αιώνα περίπου, μια ίδια εικόνα ακριβώς, ανήκε σε μια ευσεβή οικογένεια που την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους και την τιμούσαν. Ύστερα από κάμποσο καιρό, μια μέρα που ήταν γιορτή της Παναγίας, η νοικοκυρά ιδιοκτήτρια πήγε ν ανάψει τα καντήλια και βλέπει με έκπληξη η εικόνα έλειπε, και εξεπλάγη πολύ, διότι ήξερε πως κανείς κλέφτης δεν μπορούσε να μπει στο κτήμα της, αφού εφυλάσσετουν καλά. Ήταν σίγουρη ότι δεν εκλάπη, ήταν σίγουρη ότι κάτι άλλο είχε συμβεί. Ξεσήκωσε όλη την οικογένεια της και βάλθηκαν όλοι  να ψάχνουν να την βρουν σε όλη την γυρω περιφέρεια.  Ύστερα από κάμποσα μίλια παρακάτω την βρήκαν ακουμπισμένη σ ένα βράχο να κοιτάζει προς την δύση. Με πολλή ανακούφιση την πήραν πίσω και την έβαλαν στη θέση της πανω στο εικονοστάσι. Ήταν ο μήνας Αύγουστος, ήταν η μεγαλη γιορτή της Παναγίας, ήταν γι αυτό που η καλή Χριστιανή κυρά του σπιτιού σκέφτηκε ότι δεν ήταν τυχαίο το γεγονός που εσυνέβη.  Με πολλη ευλάβεια προσευχήθηκε και παρακαλεσεε την Παναγία να της φανερώσει τι να κάμει. Πέρασαν οι μέρες, ήρθε η 8η Σεπτεμβρίου μέρα γέννησης της Θεοτόκου, εσυνέβη πάλι το ίδιο πράγμα.  Όλοι σίγουροι ότι ήταν θαύμα,  όλοι σίγουροι που θα εύρουν το εικόνισμα, κίνησαν στο ίδιο μέρος όπου  βρήκαν την εικόνα στο ίδιο σημείο. Σίγουροι για την επιθυμία της Παναγίας απεφάσισαν ότι εκεί ήθελε να είναι, απεφάσισαν και έκτισαν εκκλησία σε εκείνο το μέρος, και την τοποθέτησαν στο εικονοστάσι βασιλεύουσα, ονόμασαν δε την εκκλησία Παναγία Χρυσελεούσα, λενε κάποιοι ‘ότι είναι αυτή που υπάρχει σήμερα στην κεντρική πλατεία της Χλώρακας. Έμεινε η ιστορία να λέγεται για πολλούς αιώνες υστερότερα, και να τονίζεται ότι από κανέναν δεν έπρεπε να μετακινηθεί σε άλλο μέρος, αφου η Παναγία είχε επιθυμία να μένει εκεί. Είναι το εικόνισμα που υπάρχει σήμερα ιερό και θαυματουργό, είναι πιστό αντίγραφο της πρωτότυπης, αυτής του ενδέκατου αιώνα που έχει εξαφανιστεί, η ακόμη καταστραφεί. Όλες οι επερχόμενες γενιές έως το 1928 σεβάστηκαν αυτόν το θρύλο, καμία φορά δεν μετακινήθηκε παρά έμενε εκεί στο ίδιο παλιό σαρακοφαγωμένο ξύλινο τέμπλο.        
 Το 1928 τέλειωσε το κτίσιμο της μεγάλης εκκλησίας, ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελετική πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής. Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας, και σκέφτηκαν οι χωριανοί με πρωτεργάτες τους δυο παπάδες της Κοινότητας τους Παπάγιωρκη και Παπάκλεοβουλο, να τοποθετήσουν σε αυτήν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που ήταν στη μικρη παλιά εκκλησία της Χρυσελεούσης. Ήξεραν τον παλιό θρύλο, γι αυτό κανείς δεν τολμούσε να μεταφέρει την εικόνα, αλλά οι ιερείς του χωριού είπαν ότι η πράξη αυτή της μετακίνησης της εικόνος, θα την ευχαριστιόταν η Παναγία, αφου θα εμεταφέρετο και θα ετοποθετείτο σε μεγαλοπρεπέστερο ναό παρά πριν. Έτσι οργάνωσαν πομπή, παρευρέθη μαζί τους και ο άλλος ιερέας από την Χλώρακα που εκτελούσε χρέη οικονόμου στην Μητρόπολη Πάφου ο Παπαχαρίδημος, ακόμη ήταν και ο μητροπολίτης Πάφου ο Ιάκωβος, ώστε με τις ευλογίες του, ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το εικόνισμα με τιμές και προσευχές. Πήγαν στη μικρη εκκλησία της Χυσελεούσας, έκαναν τρισάγιο, ύστερα πήγαν να πάρουν το εικόνισμα από το Ξυλόγλυπτο τέμπλο. Με έκπληξη και φόβο, είδαν ότι δεν μετακινιόταν, ήταν σαν κολλημένη, χωρίς να είναι καρφωμένη ή σφηνωμένη. Δημιουργήθηκε ταραχή, οι πιστοί μουρμούριζαν, και οι ιερείς έμειναν να σκέφτονται. Έλεγε ο καθένας τη γνώμη του, τελικά με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Ιακώβου, επεκράτησε η γνώμη του Παπάγιωρκη, ότι ήταν τυχαίο γεγονός, έπρεπε την εργασία που ξεκίνησαν να την τελειώσουν. Ανελαβε ο ίδιος, και με ένα σκεπάρνι που το χρησιμοποίησε ως μοχλό, αφαίρεσε το εικόνισμα της Παναγίας. Έως σήμερα στο τέμπλο πανω αριστερά εκεί που ήταν η εικόνα, λείπει ένα κομμάτι λουλουδιού στόλισμα του τέμπλου που έσπασε από το σκεπάρνι που χρησιμοποίησε ο Παπάγιωτκης.
 Ετσι μετεφέρθη η Παναγία η Χρυσελεούσα στον Ναό της Χρυσοαιματούσας, πέρασε ο καιρός κάπου δέκα χρόνια, ξεχάστηκε ο θρύλος και ο φόβος, ώσπου ξάφνου στα καλά καθούμενα αρρώστησε ο γιος του ΠαπάΓιωρκη, έπαθε επιληψία, πνίγηκε και πέθανε. Άλλοι είπαν ήταν η κατάρα της Παναγίας, άλλοι είπαν ότι ως Αγία η Μητέρα του Θεού, δεν μετέρχεται σε πράξεις εκδικητικές.
Οι τοίχοι της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσελεούσης ήταν ολόκληροι τοιχογραφημένοι, εκ των οποίων εικονογραφήσεων σώζονται οι πλείστες. Η παράδοση θέλει την εικονογράφηση της εκκλησίας να γίνηκε από κάποιον σταυροφόρο:
Οι Ναΐτες το1192 πωλούν την Κυπρο  στο Φράγκο Γκι ντε Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Αυτός εγκατέστησε την ομώνυμη δυναστεία στο νησί ενισχύοντας την εξουσία του με την παραχώρηση κτημάτων σε ευγενείς Σταυροφόρους και άλλους ιππότες. Ο ελληνικός πληθυσμός, παραγκωνίστηκε εντελώς και αποτέλεσε τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που μόνο υποχρεώσεις είχαν απέναντι στους αφέντες τους και κανένα σχεδόν δικαίωμα. Η δυναστεια του Γκι ντε Λουζινιάν μαζί με το Φράγκικο βασίλειο εγκαθίδρυσε και τη Λατινική εκκλησία. Η περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαρπάγηκε και άρχισαν προσπάθειες υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στην Λατινική. Το 1260μ.Χ ο πάπας Αλέξανδρος ο Δ΄ κατάργησε τον Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο και περιόρισε τον αριθμό των Ορθοδόξων Επισκόπων σε 4, της Λευκωσίας, της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Πάφου. Παράλληλα εκδιώχθηκαν από τις επισκοπικές τους έδρες, τις οποίες κατέλαβε η Λατινική Ιεραρχία. ΄Εδρα του Επισκόπου Λευκωσίας ορίστηκε η Σολέα, της Αμμοχώστου η Καρπασία, της Λεμεσού τα Λεύκαρα και της Πάφου η Αρσινόη, η σημερινή Πόλη της Χρυσοχούς. Η Αρσινόη ήταν μέχρι τότε χωριστή έδρα επισκόπου, αλλά καταργήθηκε το 1260 και ενσωματώθηκε στην Επισκοπή Πάφου. Από τότε διατηρήθηκαν αναλλοίωτα τα όρια της Επισκοπής Πάφου. Ο πάπας διόρισε σαν πρώτο επίσκοπο Αρσινόης το Νείλο. Τα χρόνια αυτά δεν γνωρίζομε σχεδόν τίποτε για την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας της Πάφου. Οι επίσκοποι Πάφου μετείχαν ακούσια στις συνόδους που καλούσαν οι Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι, ενώ κατά την εκλογή τους υποχρεώνονταν να δίδουν όρκο υποταγής στο Λατίνο επίσκοπο της Πάφου.
Κατά τα κατωπινά χρονια μέχρι και το 1300, οι επομενοι βασιλιάδες της Κύπρου αντιμετώπιζαν την απειλή των Ισλαμικών κρατών της Ανατολής, ενώ ταυτοχρονα, στα χρόνια του Ερρίκου Β΄ (1285 - 1324) οι Σταυροφόροι εκδιώχτηκαν από την Ανατολή και πολλοί χριστιανοί κατέφυγαν στην Κύπρο..
Εκείνον τον καιρό ήταν ένας σταυροφόρος τυχοδιώκτης που στο δρόμο του για τους Αγ΄θους τόπους, μπήκε σε ένα μεγαλόπρεπο ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία τη Χρυσελεούσα και τον λεηλάτησε. Μάζεψε ότι πολύτιμο υπήρχε, τα εκποίησε σε χρυσάφι, και το πήρε μαζί του στους Αγίους τόπους όπου πήγε να πολεμήσει ώστε να επιβάλει τον Χριστιανισμό κατά πως είχε διαταχτεί.
Ακολούθως, μετά την ήττα των Σταυροφόρων από τους Άραβες και τους Σαρακηνούς, κατέφυγε στην Κύπρο, και συγκεκριμένα στην Πάφο.
Χρησιμοποιώντας το χρυσάφι που έκλεψε από την Αγία πόλη, ησχολήθει με το εμπόριο του μεταξιού, και κατάφερε να γίνει πολύ πλούσιος. Απέκτησε μεγάλη περιουσία, είχε στη δούλεψη του αμέτρητους εργάτες και δούλους, έκτισε ένα σπίτι στη δυτική μεριά της Πάφου στο οποίο εγκαταστάθηκε, και απολάμβανε τα καλά του κόσμου.
Ύστερα που πέρασαν κάμποσα χρόνια και γέρασε, αισθάνθηκε μεγάλη αρρώστια να τον κυριεύει, πονούσε το κορμί του, ήταν ένα αφόρητο βάσανο που δεν άντεχε. Φώναξε όλους τους γιατρούς, κανείς δεν μπορούσε να τον γιάνει. Τη ζωή όμως την αγαπούσε, ήταν γλυκιά, έτσι στράφηκε στο Θεό και άρχισε να τον παρακαλά, μετανόησε για τις αμαρτίες του, και έλπιζε να τον βοηθήσει αυτός ο φιλεύσπλαχνος και πανάγαθος που γι αυτόν είχε διακινδυνεύσει πολεμώντας στους Άγιους τόπους. Έκανε καλές πράξεις, ελεούσε τους φτωχούς, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Τις νύχτες τον κυρίευαν δαιμόνια και ειρηνίες, δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα, και όταν αυτό εσύμβαινε, εφιάλτες τον έζωναν τρομεροί, αλλά ένας ήταν κυρίως που ερχόταν πιο ταχτικά και τον βασάνιζε, έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Χυσελεούσης, να αρπάζει και να λεηλατεί τα ιερά και τα όσια. Τότες σαν τα έπαιρνε, δεν φοβόταν ούτε Παναγία ούτε Θεό, τώρα στον ύπνο και στον ξύπνιο του σαν τα σκεφτόταν, μια βουή του τρυπούσε το κεφάλι θέλοντας να του σπάσει το καύκαλο.
Έτσι γινόταν κάθε μέρα, σκέφτηκε ήταν η Παναγία που δεν την σεβάστηκε, και τώρα τον τιμωρούσε. Αποφάσισε να δοκιμάσει άλλους τρόπους, μήπως και την μερέψει, μήπως και τον ποσπάσει από τα βάσανα, μήπως και εύρη γαλήνη.
Διέταξε τους υποτακτικούς του και κίνησαν εκστρατεία ώστε να ανακαλύψουν όλες τες εκκλησιές που ήταν αφιερωμένες στην Παναγία την Χρυσελεούσα. Αποφάσισε όσα πήρε απ αυτήν, να τα δώσει πίσω εις δεκαπλούν και εκατονταπλούν, ή και παραπάνω, ώστε να εύρη συγχώρεση, να παύσει να πονεί και να βασανιέται. Πρόσλαβε Αγιογράφους, τους έταξε καλή πλερωμή, και τους ζήτησε με μαεστρία και πίστη να εικονογραφήσουν όλες τες εκκλησιές της Παναγίας… Έτσι γίνηκε, ξεκίνησαν αυτές οι εργασίες, -μια από τις εκκλησίες ηταν της Παναγιας της Χρυσελεούσας στη Χώρακα- που όμως δεν κράτησαν πολύ καιρό, γιατί ένα πρωί βρήκαν τον γέρο σταυροφόρο πεθαμένο ησυχασμένο και ειρηνεμένο …
Ως φαίνετε τον λυπήθηκε η Παναγία και τον πόσπασε από τα βάσανα του.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΟΑΙΜΑΤΟΥΣΑΣ
Το 1928 τέλειωσε το κτίσιμο της μεγάλης εκκλησίας, ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελεκιτή πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής.
Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας, και σκέφτηκαν οι χωριανοί με πρωτεργάτες τους δυο παπάδες της Κοινότητας τους Παπάγιωρκη και Παπάκλεοβουλο, να τοποθετήσουν σε αυτήν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που ήταν στη μικρη παλιά εκκλησία της Χρυσελεούσης. Ήξεραν τον παλιό θρύλο, γι αυτό κανείς δεν τολμούσε να μεταφέρει την εικόνα, αλλά οι ιερείς του χωριού είπαν ότι η πράξη αυτή της μετακίνησης της εικόνος, θα την ευχαριστιόταν η Παναγία, αφου θα εμεταφέρετο και θα ετοποθετείτο σε μεγαλοπρεπέστερο εικονοστάσι και ναό παρά πριν. Έτσι οργάνωσαν πομπή, παρευρέθη μαζί τους και ο άλλος ιερέας από την Χλώρακα που εκτελούσε χρέη οικονόμου στην Μητρόπολη Πάφου ο Παπαχαρίδημος, ακόμη ήταν και ο μητροπολίτης Πάφου Ιάκωβος, ώστε με τις ευλογίες του, ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το εικόνισμα με τιμές και προσευχές. Πήγαν στη μικρη εκκλησία της Χυσελεούσας, έκαναν τρισάγιο, ύστερα πήγαν να πάρουν το εικόνισμα από το Ξυλόγλυπτο τέμπλο. Με έκπληξη και φόβο, είδαν ότι δεν μετακινιόταν, ήταν σαν κολλημένο, χωρίς να είναι καρφωμένο ή σφηνωμένο. Δημιουργήθηκε ταραχή, οι πιστοί μουρμούριζαν, και οι ιερείς έμειναν να σκέφτονται. Έλεγε ο καθένας τη γνώμη του, τελικά με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Ιακώβου, επεκράτησε η γνώμη του Παπάγιωρκη, ότι ήταν τυχαίο γεγονός, έπρεπε την εργασία που ξεκίνησαν να την τελειώσουν. Ανελαβε ο ίδιος, και με ένα σκεπάρνι που το χρησιμοποίησε ως μοχλό, αφαίρεσε το εικόνισμα της Παναγίας. Έως σήμερα στο τέμπλο πανω αριστερά εκεί που ήταν η εικόνα, λείπει ένα κομμάτι λουλουδιού στόλισμα του τέμπλου, που έσπασε από την προσπάθεια με το σκεπάρνι που κατέβαλε ο Παπάγιωρκης.
 Έτσι μετεφέρθη η Παναγία η Χρυσελεούσα στον Ναό της Χρυσοαιματούσας, πέρασε ο καιρός κάπου δέκα χρόνια, ξεχάστηκε ο θρύλος και ο φόβος, ώσπου ξάφνου στα καλά καθούμενα αρρώστησε ο γιος του Παπά, έπαθε επιληψία, πνίγηκε και πέθανε. Πολύ σύντομα πέθανε και ο Παπάγιωρκης από το μαράζι του, σε λίγους μήνες πέθανε και ο Παπάκλεοβουλος. Άλλοι είπαν ήταν η κατάρα της Παναγίας, άλλοι είπαν ότι ως Αγία η Μητέρα του Θεού, δεν μετέρχεται σε πράξεις εκδικητικές.
 Πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, ήταν ακόμα οι ίδιοι παπάδες, εγινε ο μεγάλος σεισμός το 1953, και ο μεγαλόπρεπος ναός της Παναγίας της Χρυσοαιματουσης χάλασε ένεκεν αυτού, κάποιοι είπαν ήταν η συνέχεια του θυμού της Παναγίας.
  Ισως να θυμώνει η Παναγία κάποτε και να τιμωρεί τον κοσμο, στην περίπτωση την προκείμενη, εάν ότι εσυνέβη ήταν θυμός, μαζί με αυτόν έδειξε και την αγάπη της, εσυνέβηκαν εκείνη την περίοδο πραγματα που λενε ότι ήταν θαύματα.
 Ηταν περίπτωση κοντά στο ’55 την περίοδο του ένοπλου αγώνος ενάντια στους Εγγλέζους, πήρε ο Αντρέας Π/Αντωνίου με άλλους φίλους του μπαρούτι και σκάγια, έφτιαξαν πιστόλι με δικήν τους επινόηση, βγήκαν να κυνηγήσουν. Στον πυροβολισμό επάνω, η κάννη του όπλου έσπασε και τινάχτηκε. Έμειναν όλοι να κοιτάζουν, έψαχναν στο χώμα να την βρουν. Δεν την βρήκαν, κίνησαν να γυρίσουν πίσω, ένας από την παρέα βλέπει να τρέχει αίμα στο μέτωπο του Ανδρέα, του το λέει, αυτός κάμνει κίνηση με το μανίκι, το σκουπίζει. Προχώρησαν ως τα καφενεια, δεν πονούσε, αλλά το αίμα έτρεχε, κατάλαβαν ότι κάποιο θραύσμα είχε σφηνώσει στο μέτωπο του. Τον πήραν εσπευσμένως στον γιατρό τον Ηρόδοτο, εκεί διεπιστώθει ότι ένα μεγάλο μέρος της κάννης του όπλου σαν σπόντα ακριβώς, είχε καρφωθεί κάθετα στο κρανίο του Ανδρέα. Ύστερα από πολλές δυσκολίες με τη συμμετοχή και άλλων σπουδαίων ιατρών απο άλλα μερη της Κύπρου αυτό αφαιρέθει, ο Αντρέας εγινε καλά, ζει και βασιλεύει. Ανά τον κοσμο, πολλά ιατρικά έντυπα έγραψαν ότι αυτό που συνέβη ήταν ανεξήγητο, κανείς δεν θα μπορούσε να ζήσει ύστερα από τέτοια πληγή, ήταν πρωτοφανές και χωρίς εξήγηση. Στην Χλώρακα και στην υπόλοιπη περιφέρεια ο κόσμος είπε ότι ήταν θαύμα της Παναγίας.
Σε άλλη περίπτωση, ήταν ύστερα από λίγα χρόνια, ο Μηχαλάκης Π/Αντωνίου μαζί με την παρέα του έπαιζαν κουλλέ στην αυλή της μεγάλης πλατείας έξω από την μισοχαλασμένη από τον σεισμό μεγαλη εκκλησία. Ο κουλλές ήταν μια σιδερένια μικρή μπάλα μεγάλου βάρους που με τη σειρά όλοι την έριχναν με το ένα χέρι, νικητής ήταν όποιος την έριχνε πιο μακριά. Ήταν σειρά του Μηχαλάκη, την έριξε αλλά ήταν δυνατός, πήγε μακρύτερα, κατά λάθος βρήκε τον Τάκη Αρέστη στο κεφάλι, ακριβώς πανω στο μέτωπο. Κανείς δεν θα γλίτωνε με τέτοιο χτύπημα, θα έπεφτε κάτω νεκρός, ήταν σίγουρο. Η μεγαλη και φιλεύσπλαχνη όμως Παναγία, δεν θα μπορούσε να επιτρέψει έξω στην αυλή της να γίνει τέτοιο κακό, έκαμε το θάμα της, έτσι είπαν όλοι οι χωριανοί. Ο Τάκης δεν έπαθε τίποτα, έζησε πάρα πολλά χρόνια ακόμα, με το σημάδι από το χτύπημα πανω στο μέτωπο του εμφανές να του θυμίζει την Παναγλια που τον προστάτευσε. 
Πριν ξεκινήσουν να ξανακτίζουν τη μεγαλη εκκλησιά ύστερα από το σεισμό, οι χωριανοί έστησαν μια μεγαλη στρογγυλή τσίγγενη παράγκα για να λειτουργούνται. Δεν ήταν βολετή, δεν είχε ιερό, δεν ήταν κανονική εκκλησία. Άλλοι λέγαν πως έπρεπε να χρησιμοποιούν την κάτω εκκλησιά, άλλοι λέγαν την παράγκα γιατί η κάτω εκκλησιά ηταν μικρή και δεν τους χωρούσε..  Ολημερίς οι μαστόροι έκτιζαν, το απόγιομα κάθονταν απέναντι από την παράγκα στο καφενείο του ΑΚΕΛ να ξαποστάσουν, και να πιούν κανένα ποτηράκι κρασί και ζιβανία.
Μια νύχτα μία ομάδα έμεινε στη μικρη πλατεία ως αργά πίνοντας πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο τους έκανε να ξεχαστούν, πέρασε η ωρα, κόντευε να ξημερώσει. Ήταν μια νύχτα ήσυχη και γλυκεία, όμως ξάφνου  ο ουρανός βάρυνε, ο αέρας άρχισε να βουίζει δυνατά, και βαριά βροχή άρχισε να πέφτει με το τουλούμι. Κράτησε η κακοκαιρία ως το πρωί, ήταν ένα πρωινό μιας Κυριακής, ξημέρωσε και όλα γυρω στην πλατεία ήταν συντρίμμια.
- Πώς εγινε αυτό; Ρώτησε ένας, -ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας άλλος.
Αρχίνισαν οι πιστοί να έρχονται στην εκκλησία, σκέφτηκε ο παπάς να τελέσει τη λειτουργία στην μικρη εκκλησία από το φόβο επανάληψης της κακοκαιρίας. Μπαίνοντας μεσα, αντίκρισε ο παπάς την εικόνα της Παναγίας να ευρίσκεται πανω στο τέμπλο. Έκθαμβος έμεινε να κοιτάζει, και να φωνάζει εκστασιασμένος πως εγινε θαύμα.  Διαδόθηκε το νέο, όλο το χωριό μαζεύτηκε μες τηυ ακκλησιά, και απο εκείνη την ημέρα και ως την περάτωση της μεγάλης, όλοι εκκλησιάζονταν εκεί, και όχι στην παράγκα. Πολλοι πίστεψαν πως εγινε θαύμα, άλλοι είπαν πως κάποιος την μετέφερε θέλοντας να παραπλανήσει τους παπάδες ώστε να γίνεται η λειτουργία στην παλιά εκκλησία και όχι στην άβολη παράγκα.
Με εθελοντές εργάτες και μαστόρους συνεχιστηκε η ανοικοδόμηση, το 1959 τελείωσε, η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε ξανά στην πανω εκκλησιά και από τότες λειτουργεί ως Καθεδρικός ναός της Κοινότητας. Τα γεγονότα που συνέβησαν κατά καιρούς άλλοι τα είπαν θαύματα, άλλοι τυχαία γεγονότα, η γνώμη μου είναι ότι ήσαν πολλά τα συμβάντα για να είναι τυχαία. Πολλοι πιστοί χωριανοί που πιστεύουν πως πράγματι η Παναγία επιθυμεί για κατοικία της την Κάτω εκκλησιά, αναμένουν με προσμονή το επόμενο θαύμα. 

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να διηγούνται περιστατικά της ζωής τους που  εχουν βιώσει, ειδικά όταν αυτά εμπεριέχουν ανεξήγητες καταστάσεις, και ακόμα πιο πολύ όταν μοιάζουν με θαύματα, πόσο μάλλον, όταν πιστεύουν ότι είναι πραγματικά θαύματα.
Μια ιστορία θα σας διηγηθώ, που την άκουσα να την λέει πολλές φορές ο Νικόλας Τσαγγαρίδης, σημάδι ότι πιστεύει απολύτως ότι εσυνέβη πραγματικά, και δεν ήταν στο όνειρο ή στην φαντασία του.
Ήταν μέσα στην κάμαρη μόνος και ξάπλωνε στο κρεβάτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα γύρω στις 5, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω ήταν κακοκαιρία και φυσούσε  δυνατός αέρας με αποτέλεσμα σε κάποια στιγμή να ανοίξουν τα ξώφυλλα του παραθυριού. Τα άκουσε να χτυπούν, και ως να ξύπνησε, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό, είδε μια σκιά μέσα στην κάμαρη. Χωρίς να δώκει σημασία πιστεύοντας ότι ήταν η γυναίκα του που συνήθως ερχόταν να τον σκεπάσει, άλλαξε πλευρά, γύρισε ανάσκελα... Οπότε ύστερα απο λίγο, ένιωσε μια δυσφορία στην αναπνοή, και  ένα βάρος στο στήθος που όλο μεγάλωνε. Άνοιξε τα μάτια, και είδε μια σκιά πάνω στο στήθος του να του πιέζει τα στήθεια δυσκολεύοντας του την αναπνοή. Τρομοκρατημένος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει από το σάστισμα του φόβου, το μόνο που έκαμε ασυνείδητα, άρχισε να λέει,
–Θεέ μου, Θεέ μου.
Οι άνθρωποι συνήθως το Θεό τον θυμούνται στα δύσκολα, έτσι και ο Νικόλας Τσαγγαρίδης στη μεγάλη του αγωνία προσευχήθηκε για βοήθεια.
Και πράγματι ο Θεός άκουσε την παράκληση του, γιατί αμέσως είδε τη σκιά να παλεύει και να αντιστέκεται, σάν κάποιος να την τραβούσε να τη σηκώσει από πάνω του. Η πάλη κράτησε λιγες στιγμές που του φάνηκαν ατέλειωτες, ώσπου η σκιά νικημένη έφυγε από πανω του.
Ξύπνησε και ήταν καλά, αλλά η αναστάτωση και ο φόβος που πήρε έκαναν την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, ενώ κρύος ιδρώτας είχε λούσει το κορμί του.
Πέρασαν οι μέρες, το είχε συνήθειο, του άρεσε τα απογεύματα της κάθε μέρας να ησυχάζει στην κάμαρη του ξαπλούμενος στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ώσπου να αποκοιμηθεί. Ήταν ακριβώς ύστερα από ένα μήνα, ήταν Άνοιξη, συνέβη ακριβώς το ίδιο όπως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά η σκιά έφυγε μέσα σε βουητό, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν βουητό στα αυτιά του από την προσπάθεια να αναπνεύσει, γιατί ένιωθε τα πνευμόνια του έτοιμα να σπάσουν δίχα αναπνοή και αέρα. Ανήσυχος και γεμάτος φόβο πλέον, άρχισε να πιστεύει ότι η σκιά ήταν ο χάροντας που τον επισκεπτόταν να τον πάρει, αλλά ίσως ο φύλακας Άγιος του τον φύλαγε.
Τον κυρίευσε μεγάλος φόβος και άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Πολλές φορές δυσκολευόταν στην αναπνοή, και όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Τον πήγαν στους γιατρούς, δεν έβρισκαν τίποτα, του έλεγαν ήταν μια ιδέα του. Πέρασαν κάμποσες μέρες ακόμα, δεν ξαναείδε τη σκιά στον ύπνο του, όμως όλο και ταχτικότερα, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του τώρα, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ένιωθε να ρουφά τον αέρα, χωρίς όμως να τον αρκεί, χωρίς τα πνευμόνια του να γεμίζουν οξυγόνο.
Είχε κόρες νοσοκόμες, τον πήραν σε όλους τους γιατρούς, το πρόβλημα συνεχιζόταν και επιδεινωνόταν. Ο φόβος τον έζωσε για τα καλά, πίστεψε ότι του τέλειωσε η ζωή. Στράφηκε στο Θεό για να βρεί
αντοχή, παρηγοριά κουράγιο και δύναμη.
Ήταν μια μέρα στο νοσοκομείο της πόλης της Λάρνακας, εκεί υπηρετούσε η νοσοκόμα κόρη του, και ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι αποκαμωμένος από τις προσπάθειες για αναπνοή, ενώ τα οξυγόνα στη μύτη πολύ λίγο τον βοηθούσαν.
Η γυναίκα του η Μαρούλλα καθόταν στην καρέκλα και του κρατούσε το χέρι, και του μιλούσε χαμηλόφωνα με ηρεμία στη φωνή και τούλεγε λόγια καθησυχαστικά,  ενθαρρυντικά προσπαθώντας να του δώσει ελπίδα. Είχε μια ευχέρεια στο λόγο και μια ευφράδεια στα λόγια που εύκολα έπειθε και καθησύχαζε. Εκείνη τη μέρα καθισμένη στο προσκεφάλι του άνδρα της, του τούλεγε για τον Αϊ Γιώργη τον Τροπαιοφόρο που ανήμερα γιόρταζε. Ο Νικόλας όπως που να άκουγε τον ίδιο τον Άγιο που είχε φήμη για την πειθώ των λόγων του να του μιλά. Και ανάμεσα στον ξύπνιο και στον ύπνο, τον είδε να έρχεται ντυμένος μέσα σε γαλάζια φορεσιά και να τον παίρνει από το χέρι. Τον οδήγησε από ένα δρόμο πλατύ και ίσιο σε μια μακρινή θεόρατη πύλη που από μέσα φαινόταν άπλετο γαλάζιο φως, και στην άκρια της μια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη στα γαλάζια να στέκει σαν φύλακας και να παρατηρεί. Όταν κόντεψαν, ήταν σίγουρος πλέον ότι πήγε στην άλλη τη ζωή. Φτάνοντας στην μεγάλη πύλη, ο γαλάζιος φύλακας τους σταμάτησε και τον άκουσε να του λέει να γυρίσει πίσω γιατί δεν ήρθε ακόμα η ώρα του...
Αμέσως ένιωσε μέσα ανακούφιση και ευχαρίστηση, και ευτυχισμένος με τον Αϊ Γιώργη πήραν τον δρόμο για το γυρισμό. Ένιωθε τον καθαρό αέρα να μπαίνει ελεύθερα και άπλετα εντός του και τα στήθη του γεμάτα οξυγόνο, ένιωθε δυνατός, γεμάτος υγεία και πανάξιος δίπλα στον Άγιο, και φώναζε χαρούμενος στην Μαρούλα να γυρίσει να τον δεί που δίπλα με τον Άη Γιώργη. Πλημμυρισμένος από ευτυχία με τον Άη Γιώργη να τον οδηγεί, ένιωθε την αύρα και την δύναμη του να μεταδίδονται και σε αυτόν, είχε γίνει το θαύμα, κατάλαβε ότι ήταν καλά και το βάσανο του είχε τελειώσει.
Και ξαφνικά ξύπνησε και άκουσε την Μαρούλα να τον ρωτά γιατί χαμογελά…
Έγινε καλά, δεν ξαναρώστησε, από εκείνη την μέρα, κάθε 23 του Απρίλη πάνε με τη γυναίκα του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη της Χλώρακας, πλερώνει τον παπά και κάνει γιορτή, προσεύχεται, και ύστερα με όποιον συνομιλά, του εξιστορεί το μέγα θαύμα που συνέβη σε αυτόν. 

ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ
Πάντα ο Άγιος Εφραιμ βοηθά, πολλοι το γνωρίζουν, έχει ένα εκκλησάκι στη Χλώρακα και πολλοι πιστοί πηγαίνουν να προσευχηθούν και πολλοι πιστοί μιλούν για τη μεγάλη του χάρη. 
"Δυστυχώς οι εξετάσεις έδειξαν αυτό που φοβόμασταν, ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, θα κάνουμε όμως ότι μπορούμε. Αλλά σ αυτές τις περιπτώσεις η επιστήμη δεν κάνει θαύματα, μόνο ο Θεός μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.
Πρόκειται περί καρκίνου σε προχωρημένο στάδιο, χρήζει άμεσης επέμβασης. Τα πραγματα δεν είναι καλά, αλλά θα κάνουμε ότι μπορούμε".
Από την ωρα που το έμαθα κλείστηκα στο δωμάτιό μου και κοιτώντας την εικόνα του Αγίου στη κορνίζα  πάνω στον τοίχο, με κλάμα και παράπονο άρχισα να προσεύχομαι και να του ζητώ να με γλυτώσει.
Στην αμέτρητη ωρα που πέρασε, εκεί που απόκαμα και ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μου φάνηκε ότι ήμουν στο εκκλησάκι του Άγιου Εφραίμ, ήταν έξω σκοτάδι πυκνό, αλλά μέσα έλαμπε όλη η εκκλησιά από φως που έβγαινε από το ιερό, ένα φως χαρούμενο κίτρινο σαν το χρυσάφι και είχε σχήμα και έμοιαζε με ανθρώπινη φωτινή φιγούρα. Το πρόσωπο του μόλις ξεχώριζε, μου φάνηκε ίδιο με την εικόνα στο εικονοστάσι, μου φάνηκε ήταν ο Άγιος Εφραίμ. Αμέσως μια γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή μου, ηρεμία κυρίευσε το νου μου, και δεν στενοχωριόμουν για την αγιάτρευτη αρρώστια μου, ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν καλά. 
Την άλλη μέρα πρωί, πήγα να προσκυνήσω τον Άγιο στο μικρό ξωκλήσι, και είδα κόσμο μέσα και έξω να λειτουργείται. Αμέσως κατάλαβα ότι μου φανερώθηκε την ημέρα που γιόρταζε, ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότης η εμφάνιση του σε μένα, ήμουν σίγουρος ότι θα με έκανε καλά.
Από εκείνη την ωρα ένιωσα μέσα μου πνευματική ανάσταση, σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι τόσο μικροί στη μεγαλοσύνη του σύμπαντος, απειροελάχιστη αναλαμπή μικρού σπινθήρα φωτός και προσωρινοί με διάρκειας ζωής ασήμαντης απέναντι στην αιωνιότητα. Κάθε πρωί με τη δροσιά πριν ο ήλιος ανατείλει, επισκεπτόμουν το εκκλησάκι και νοερά μέσα σε κατάνυξη και προσευχή ένιωθα ότι συνομιλούσα με τον Άγιο. Ένιωθα απέραντη γαλήνη, δεν φοβόμουν το θάνατο ούτε αν θα μαρτυρούσα πριν επέλθει, ένιωθα καλά στη ψυχή, στο μυαλό και στη σκέψη.
Οσο οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι άνθρωποι έμεναν παραξενεμένοι με τη συμπεριφορά μου, οι γιατροί το ίδιο, αντί να δίνουν αυτοί κουράγιο σε μένα, έδινα εγώ σε αυτούς. Ήταν τόση η σιγουριά μου ότι ήμουν κοντά στο Θεό, που χωρίς να ξέρω αν θα ζήσω ή πεθάνω, χωρίς να στενοχωριέμαι αν θα τέλειωνε η ζωή μου, ήμουν απόλυτα γαληνεμένος και δυνατός έτοιμος να αντιμετωπίσω την αρρώστια μου, ήμουν απόλυτα αισιόδοξος.
Ο καιρός πέρασε. Έκανα χημειοθεραπείες, εγχείρηση και ξανά χημειοθεραπείες, ώσπου ύστερα από πάρα πολύ καιρό νιώθω απόλυτα υγιής, η αρρώστια νικήθηκε και έφυγε, εγώ όμως συνεχίζω να πηγαίνω κάθε εβδομάδα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ και να ανάβω ένα κερί, και ύστερα να κάθομαι στο σκάμνο και να κάνω περισυλλογή. Σκέφτομαι ότι όλες οι συνομιλίες μου και οι επαφές που είχα με τον Άγιο ίσως να ήταν στη σκέψη μου και στη φαντασία μου, δεν είχε όμως σημασία. Το σίγουρο ήταν ότι συνέβηκε μέσα στο μυαλό μου ένα θαύμα, ίσως από τον φόβο της αρρώστιας να αντέδρασε και να με έκαμε να πιστέψω στην ανωτερότητα του θεού, σημασία είχε ότι αυτή η πίστη που ένιωσα με γαλήνεψε, με ηρέμισε, με έκαμε να αισθάνομαι διαφορετικά, να αισθάνομαι απέραντη πίστη στο Θεό και ατέλειωτη δύναμη στη ψυχή, μια απέραντη πίστη που με γιάτρεψε

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΕΜΠΑΣ
Ευρίσκεται βόρεια της Χλώρακας, στη Λέμπα.
Ο Σάββας Νικολαϊδης ήταν ο πρώτος κτήτορας και ο μεγάλος δωρητής της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου στους κατοίκους της Χλώρακας και των άλλων ορθόδοξων Χριστιανών καθώς και των αλλόθρησκων που ήθελαν να πιστεύουν και να δοξάζουν τον Άγιο Στέφανο.
Το μήνα Ιούνιο του 2011 περατώθηκε το κτίσιμο τηςωραιότατης εκκλησίας του  Αγίου Στεφάνου σε αντικατάσταση της παλαιάς που ήταν μικρός και πρόχειρος ναός και ήταναφιερωμένος στον Πρωτομάρτυρα  σε ένδειξη παραλιρισμού της μαρτυρίας του δια λιθοβολισμού, που πανόμοια δεινά και μαρτύριαυπέφεραν οι Έλληνες Χριστιανοί από τους Τούρκους τον 18ο αιώνα.
Εκτός από ένα μικρό παρεκκλήσιο που ευρίσκεται στη περιοχή Πάχνας, η Ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα που είναι αφιερωμένη στον Πρωτομάρτυρα, είναι  η μοναδική στην Κύπρο.
Η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου λαμπρός ναός, πέρα από την λατρευτική του σημερινή λειτουργία  που ξανακτίστηκε μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ώστε να χωρεί περισσότερους πιστούς, έχει να επιδείξει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από την κατασκευή του ως πρόχειρου υποστέγου μέχρι την σημερινή μορφή την μεγαλόπρεπη και πανθαύμαστη.
Μεταξύ 1850 και 1880, ο μεγάλος τσιφλικάς της περιοχής Σάββας  Νικολαϊδης είχε μεγαλη περιουσία στην περιοχή της Λέμπας και μέσα σ αυτήν υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Αυτόν το χώρο διάφοροι περαστικοί και ντόπιοι πιστοί το χρησιμοποιούσαν ως λατρευτικό χώρο για να τιμούν τον Άγιο Στέφανο, οπότε αυτός σε μια κρίση πίστεως το έκτισε και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι και το δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.
Με την πάροδο των χρόνων, ύστερα από την εγκατάλειψη του χωριού από τους Τούρκους και την εγκατάσταση σ αυτό Χριστιανών Ελλήνων, το εκκλησάκι λειτούργησε πλήρως ως εκκλησία των πιστών. Στους σημερινούς καιρούς που ο κόσμος στράφηκε ξανά προς τη θρησκεία θέλοντας ίσως αποκούμπι στους δύσκολους καιρούς που διερχόμεθα, δεν χωρούσε το μικρό εκκλησάκι όλους τους πιστούς, οπότε μερικοί προοδευτικοί άνθρωποι κάτοικοι της Λέμπας πρόσφυγες που έτυχε να είναι επίτροποι τους καιρούς που χρειάστηκε να μεγαλώσει η εκκλησία, δεν δίστασαν να προβούν στο μεγάλο εγχείρημα, να ξανακτίσουν εκ βάθρων, και να θεμελιώσουν την μεγαλύτερη σε μέγεθος εκκλησία στην σημερινή της μορφή. Πρόκειται για τους Παπαχαράλαμπο Παπαντωνίου (Παπάχαμπης) από τη Χλώρακα, Ανδρέα Λ. Καμπανέλα, Λοϊζο Λοϊζου, Μωϋση Σεραφείμ αμφότεροι από το Πατρίκι Αμμοχώστου, Νεκτάριο Σιδηρόπουλο από την Ελλάδα και τον Βαρνάβα Α. Βαρνάβα από τα Κάτω Βαρώσια. Με πενιχρά οικονομικά μέσα σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, η σημερινή εκκλησιαστική επιτροπή υπό των Παπασταύρου Λεωνίδα, Λοϊζου Λοϊζου, Μωυσή Σεραφείμ, Νίκου και Κούλλας Όψιμου, Νεόφυτου Χαραλάμπους, κατάφεραν να μαζέψουν μεγάλο μέρος από το ποσό των χρημάτων που χρειάστηκε, καθώς και δάνειο  που σύναψαν για την περάτωση ναού του θαυματουργού Αγίου.

ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι υπάρχει θεός και ζητούν αποδείξεις για την ύπαρξη του. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που με συλλογιστικές αποδείξεις προσπαθούν να περιγράψουν και να αποδείξουν την ύπαρξη του. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η παρουσία των απεσταλμένων του σε εμάς με τρόπο που δεν χωρεί αμφισβήτηση, που όσοι είναι τυχεροί ήρθαν σε άμεση επαφή και ένιωσαν την παρουσία του και τη χάρη του στην προσωπική τους ζωή και χαράχτηκαν πανω τους ανεξίτηλα τα αποτυπώματα του.
Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού ήρθε σε μένα με τη μορφή ανθρώπων, ίσως Αγγέλων, με τρόπο εμπειρικό και αδιαφιλονίκητο τέτοιο, ώστε να μαρτυρώ θριαμβευτικά, όχι θεωρητικά και συλλογιστικά, αλλά μαρτυρώντας γεγονότα που συνέβησαν σε μένα τον ίδιο.
Ήταν χρόνια δύσκολα πριν τον πόλεμο του΄74, ήταν αναδουλειές, έτσι έφυγα και ξενιτεύτηκα, πήγα στα καράβια. Κάθε που πιάναμε Ελληνικό λιμάνι, ή κάθε που ξεμπαρκάριζα επισκεπτόμουν έναν κουμπάρο μου που σπούδαζε στον Πειραιά. Ήταν το σπίτι που νοίκιαζε στα Πετράλωνα σε μια πάροδο δίπλα από μια εκκλησία και απέναντι από ένα γραφείο κηδειών. Το μπαλκόνι του υπνοδωματίου χωριζόταν από τους πεθαμένους μόνο λίγα μέτρα, τόσο όσο το πλάτος που είχε το στενό δρομάκι. Ήταν ένα γραφείο πολυάσχολο και μέρα νύχτα βλέπαμε τους ψυχρούς ανθρώπους χωρίς να νοιάζονται που ήσαν θέαμα στους άλλους ανθρώπους να ασχολούνται με το φτιασίδωμα των πεθαμένων, τους έφτιαχναν και τους στόλιζαν για το στερνό τους ταξίδι. Είδα πολλά, είδα νιούς και γέρους, είδα συγγενείς πλούσιους και  φτωχούς να κάνουν κηδείες ταπεινές ή λαμπερές. Είδα στο θάνατο να υπάρχουν διακρίσεις. Ένιωσα να είναι άδικο, ήξερα ότι οι άνθρωποι στο θάνατο είναι ιδιοι, έτσι μας έλεγαν στα σχολεία και έλεγα,
-μα δεν υπάρχει Θεός να δει τις παραξενιές των ανθρώπων;
Είδα και άλλα πολλά στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, είδα πολλές κακές συμπεριφορές ανθρώπων. Ήμουν νέος και είδα πολλά άδικα να συμβαίνουν, η αντίδραση μου ήταν να καταλήξω να μην πιστεύω ότι υπάρχει θεός, πίστεψα ότι Παράδεισος και Κόλαση ήταν πανω στη γη. Έτσι για όλα αυτά κατεληξα ενας άσωτος, προσπαθούσα εις βάρος άλλων να κερδίζω χρήματα, και ήμουν πολύ καλός σε αυτό. Δεν πήγαινα στις εκκλησιές. Από μέσα μου έλεγα σ αυτές πάνε οι αργόσχολοι και οι συγγενείς των πεθαμένων όταν υπάρχουν μνημόσυνα. Πήγαινα μόνο κάποτε για το θεαθήναι όταν ήταν μεγάλες γιορτές, αφού έτσι θέλουν τα έθιμα και η κοινωνία μας.
Περνούσε ο καιρός, οι επιχειρήσεις μου πήγαιναν καλά και η ζωή μου καλύτερα. Ήμουν ένα επιτυχημένος έμπορος, είχα πολλά χρήματα, αλλά μάζευα και άλλα, πολλές φορές εις βάρος των άλλων ανθρώπων. 
Μια μέρα πέθανε ένας στενός μου συγγενής στη Λεμεσό, το πολυτελές αυτοκίνητο μου ήταν στο μηχανικό, έτσι δανείστηκα ένα άλλο και από την Πάφο ξεκίνησα να πάω στην κηδεία. Ήταν το αυτοκίνητο λίγο στενάχωρο και χαμηλής ιπποδύναμης, είπα από μέσα μου, τυχερός εγώ που είχα πολλά χρήματα και είχα σπουδαίο αμάξι. Στο δρόμο έξω από την Επισκοπή συνάντησα ένα ατύχημα με αυτοκίνητα, έτσι λοξοδρόμησα και πήρα το δρόμο του Τραχωνίου σκεφτόμενος ότι αν τα αυτοκίνητα ήταν Ευρωπαϊκής κατασκευής, σίγουρα δεν θα υπήρχαν σκοτωμένοι, αλλά ίσως οι άνθρωποι δεν ήσαν πλούσιοι σαν εμένα, έτσι αγόρασαν Γιαπωνέζικα φτηνά αυτοκίνητα. Και ήμουν ευχαριστημένος γιατί είχα πολλά χρήματα και είχα σπουδαίο αυτοκίνητο που αντέχει στα τρακαρίσματα.
Σαν έφτασα λίγο πριν τη πόλη, σε ένα γεφύρι συνάντησα δυο ανθρώπους που έκαναν ωτοστόπ. Σταμάτησα και τους πήρα μαζί μου. Ήσαν ντυμένοι με απλά ρούχα, και είχαν μορφές συμπαθητικές και ευγενικές. Στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού υπήρχαν διάφορα πραγματα, έτσι κάθισαν στο πίσω κάθισμα και οι δύο. Γυρίζει ο ένας και αποκαλώντας με με το όνομα μου, με ρώτησε πως είναι στην Πάφο. Σκέφτηκα μήπως γνωριζόμασταν και δεν τον θυμόμουν. Μου λέει ο άλλος,
-μην στενοχωριέσαι, ο ξάδερφος σου πήγε σε έναν άλλο κοσμο καλύτερο. Υπολόγισα μήπως κατάλαβαν από το στενάχωρο πρόσωπο μου ότι πήγαινα σε κηδεία. Συνεχίζει ο άλλος να μου, λέει -δεν κατάφεραν να ζήσουν, πέθαναν και οι δυο στο δυστύχημα. Σκέφτηκα μήπως το πληροφορήθηκαν τηλεφωνικώς. Ενώ συνέχιζαν να μου μιλούν, εγώ διερωτόμουν μήπως υπηρχε κάτι παράλογο και τα ήξεραν όλα, αφου δεν θυμόμουν να τους γνωρίζω. Στη συνέχεια μου λέει ο ένας να μην ανησυχώ για το αυτοκίνητο μου, διότι η ζημιά που είχε ήταν μικρη. Σκέφτηκα δεν έπρεπε να γνωρίζουν για το χαλασμένο αυτοκίνητο μου, και απορημένος τους κοίταξα μέσα από τον καθρέπτη του οδηγού για να τους ρωτήσω ποιοι είναι και πως τα ξέρουν. Και τι βλέπω, δύο φωτοστέφανα υπήρχαν πάνω από τα κεφάλια τους που με θάμπωναν. Σαστισμένος ακούω τον άλλο να μου λέει, εσύ νομίζεις πως δεν πιστεύεις στο Θεό, όμως κατά βάθος μέσα σου, έχεις πίστη σε αυτόν. Κατάλαβα ότι δεν είχα να κάνω με συνηθισμένους ανθρώπους… Συνέχισαν μιλώντας μου για την ζωή μου ολόκληρη, για τον άσωτο μου βίο, και για άλλα πολλά. Τους άκουγα συγκινημένος, σίγουρος ότι ήσαν Άγγελοι του ουρανού, απεσταλμένοι του Θεού, που με προειδοποιούσε. Σε κάποιο σημείο μου είπαν να σταματήσω για να κατεβούν. Σταμάτησα και κατέβηκα βιαστικά να τους ανοίξω τις πόρτες, άνοιξα την πρώτη πόρτα και έσκυψα μέσα… Τα καθίσματα, ήσαν άδεια! 

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ
Κατά καιρούς έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις που συνηγορούν πως η ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει φαντάσματα ή να αισθάνεται ανεξήγητες παρουσίες,  εξαρτάται από την παρατεταμένη επαφή ή την σύνδεση που είχε ή έχει με το άτομο που βλέπει ή νιώθει.
Ήταν μια φορά ένα ταιριαστό ζευγάρι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και όλα ήταν ωραία, και ήταν καλά. Από μικρά παιδιά κάθε Κυριακή που πήγαιναν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας της Χλώρακας, οι ματιές τους συναντιόνταν, είχαν νιώσει μέσα τους το σκίρτημα της αγάπης.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μ’ολις μεγάλωσαν ολίγον, από ενωρίς, σχεδόν μικροί, έδωσαν λόγο να παντρευτούν. Είχαν και οι δύο στις καρδιές τους πολλή καλοσύνη, ήσαν ενάρετοι και πιστοί Χριστιανοί. Όλοι στο χωριό τους αγαπούσαν, τους παίνευαν και τους καμάρωναν. Αγαπήθηκαν πολύ, δεν έκανε ο ένας χώρια του άλλου. Πάντα πιασμένοι από το χέρι, μόνο στην εκκλησιά χώριζαν για να πάει ο καθένας στη θέση του, χώρια οι άνδρες από τις γυναίκες ως όρίζαν τα έθιμα.
Αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει τα ωραία να μην διαρκούν, έτσι και στο ζευγάρι τούτο, στα ξαφνικά ήρθε το κακό, έφερε τα πανω κάτω, κουρέλιασε τα όνειρα, σκότωσε τις καρδιές, έφερε την καταστροφή. Άρχισε η κοπέλα να νιώθει αδυναμία και ζαλάδα, αρρώστησε βαριά, απότομα, μέσα σε λίγο καιρό, έσβησε και πέθανε.
Όλο το χωριό την έκλαψε, για ημέρες πολλές όλοι ήσαν στενοχωρημένοι, αλλά πιο πολύ μαράζωναν για τον ζωντανό, τον νέο που απαρηγόρητος δεν άντεχε τον πόνο. Τόση ήταν η ερημιά γύρω του που ένιωθε, που έκλαιγε μοναχός μέσα στις νύχτες και ακουγόταν το γοερό του κλάμα που ράϊζε τις καρδιές των άλλων ανθρώπων.
Ίσως επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, ίσως γιατί η πεθαμένη κοπέλα όσο ζούσε του είχε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ήσαν ενάρετοι ή έτσι ήθελε ο θεός, κάθε βράδυ στο όνειρο του μόλις λαγοκοιμόταν, η οπτασία της τον επισκεπτόταν. Καθόταν στο προσκέφαλο και του χάιδευε τα μαλλιά και το μέτωπο, τούλεγε τραγούδια και λόγια  παρηγοριτικά, καθώς και ψαλμούς της εκκλησιάς. Και κάθε που έρχονταν τα μεσάνυχτα έσκυβε και τον φιλούσε, εκείνη ήταν η ώρα που πέθανε. Ο νέος πεταγόταν από το κρεβάτι και την αναζητούσε, αλλά ξυπνητός πλέον, έβλεπε την οπτασία της να φεύγει από την χαραμάδα του παραθύρου.
Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε απαρηγόρητα, το μυαλό του ήταν να το χάσει, δεν ήξερε τι να κάμει. Και οι μέρες περνούσαν. Σταμάτησε να πηγαίνει εκκλησιά, κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε απόμακρος, όλοι στο χωριό πίστευαν ότι του σάλεψε το μυαλό.
Πέρασαν 40 μέρες, ήρθε η μέρα του μνημοσύνου. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε νιώθοντας μια περίεργη ανήσυχη ηρεμία. Μια αδιόρατη προσμονή ήταν φωλιασμένη μες στην καρδιά του και προαισθανόταν ότι κάτι θα άλλαζε. Πήγε στην εκκλησιά, λειτουργήθηκε και προσευχήθηκε, και ο παπάς έκαμε το μνημόσυνο.
Εκείνη ακριβώς την ωρα του μνημοσύνου αισθάνθηκε να συμβαίνει ένα θαύμα, ένιωσε μέσα του να δέχεται τη χάρη και τη φώτιση του Θεού, ένιωσε να βλέπει την οπτασία της καλής του αγαπημένης πιασμένη χέρι με τους αγγέλους να φεύγει χαμογελώντας του προς τον ουρανό.
Κατάλαβε ότι τον επισκέφθηκε ο Θεός, τον αισθάνθηκε μέσα του και ένιωσε την γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν 40 ημέρες, τόσες όσες κατά την ορθόδοξη θρησκεία χρειάζεται η ψυχή όταν αποχωριστεί από το σώμα να παραμένει στη γη γυροφέρνοντας στους τόπους που αγάπησε, και ύστερα να φεύγει για τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήρθε η ώρα που η καλή του θα όδευε στον τόπο της ανάπαυσης, δίπλα στο θεό, εκεί που έπρεπε να είναι, μέσα στον παράδεισο.
Από εκείνη την ημέρα ο νέος, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε να δεί άλλη κοπέλα, αφιερώθηκε απόλυτα στο Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του και είναι ως σήμερα απόλυτα ευχαριστημένος για τις επιλογές του.

Ήταν περίπου λίγο ύστερα από τα μεσάνυχτα και οδηγούσε το αυτοκίνητο του επιστρέφοντας από τη δουλειά. Έξω από την πόλη του Κτημάτου βλέπει κάποιον να του κάνει οτοστόπ, σταματά, ανοίγει την πόρτα ένας γέρος και μπαίνει μέσα.
Του ζήτησε να τον πάρει ως παρακάτω, και του είπε ότι είναι καλός άνθρωπος, γιατί ήταν ο μόνος που σταμάτησε να τον μεταφέρει. Για να τον ευχαριστήσει του έδωσε δυό μικρές μαύρες πέτρες και του είπε να τις κλείσει στο χέρι και ύστερα να το ανοίξει. Όταν ο οδηγός άνοιξε το χέρι, οι μαύρες πέτρες είχαν γίνει άσπρες, και ο γέρος του είπε να προσέχει από δυο κακά που θα τον βρουν. Σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιο τρικ, δεν έδωσε σημασία. 
Κοντά στο ξωκκλήσι του Άη Νικόλα ο άγνωστος του έγνεψε να σταματήσει, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και περπατητός χάθηκε στο σκοτάδι.
Προχωρώντας προς το σπίτι του ο οδηγός, σκέφτηκε ότι η κατεύθυνση που πήρε ο άγνωστος γέρος ήταν προς τη μεριά του νεκροταφείου, και από εκείνη τη μεριά δεν υπήρχαν σπίτια, αλλά ήταν μια άγρια και δύσβατη περιοχή. Σκέφτηκε μήπως είχε αρτηριοσκλήρωση και στενοχωρήθηκε μήπως χαθεί. Ένιωθε ανήσυχος όλη νύχτα, δεν μπόρεσε  να κλείσει μάτι, μόλις χάραξε το φως μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε να ψάξει να τον βρει. Έψαξε κάμποσο, χωρίς αποτέλεσμα. Κατέβητε στο νεκροταφείο να κοιτάξει και εκεί, οπότε σε έναν τάφο πάνω σε ένα σταυρό, βλέπει την φωτογραφία του γέρου που συνάντησε τα μεσάνυχτα. Ήταν σίγουρα ο ίδιος, διότι είχε σχήμα και χαρακτηριστικά το πρόσωπο του που ξεχώριζαν.
Σκέφτηκε ότι ήταν προειδοποίηση από τον Άη Νικόλα που ήταν εκεί το ξωκλήσι του, οπότε αποφάσισε να προσέχει για τα δυο κακά που  του είπε ο γέρος.
Την επόμενη μέρα έκανε ασφάλεια για το σπίτι του και ακόμα άρχισε να κάνει προληπτικούς ελέγχους για την υγεία, ενώ ήταν προσεκτικός με τη δουλειά του.
Ύστερα από λίγο καιρό, πυρκαγιά ξέσπασε σε γειτονικό οικόπεδο, επεκτάθηκε και το σπίτι του κάηκε ολοσχερώς. Φάνηκε τυχερός, αποζημιώθηκε από την ασφάλεια.
Ύστερα από κάμποσο καιρό, σε ένα προληπτικό έλεγχο υγείας ο γιατρός βρήκε πανω του κακοήθη καρκίνο, ήταν όμως στα πρώτα στάδια, με εγχείρηση έγινε καλά.

ΤΟ ΣΤΑΜΝΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ
(5/4/2011)
Ύστερα από το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών στη Κύπρο, ακολούθησε  στις 20 Ιουλίου 1974 η τουρκική εισβολή η οποία προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Ήταν χιλιάδες οι νεκροί και οι αγνοούμενοι και δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες Κύπριοι που έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Η Πάφος βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια της εισβολής από τα τουρκικά αεροπλάνα αδιακρίτως. Έγιναν μάχες σε πολλές περιοχές της Πάφου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Οι κάτοικοι έντρομοι από τους φοβερούς βομβαρδισμούς των αεροπλάνων κλείδωναν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στις γυρω περιοχές σε φυσικές κρυψώνες για να προφυλαχτούν. Ο στρατός όρισε περιπολίες σε όλα τα χωριά ώστε να φυλάσσονται τα άδεια σπίτια από λεηλασίες.
Εκείνες τις μέρες ένας δάσκαλος έφεδρος στρατιώτης από τη Χλώρακα ο Κώστας, υπηρετούσε στο στρατό. Ένα σκοτεινό βράδυ είχε περιπολία με σύντροφο έναν άλλο χωριανό του τον Κακή, στο χωριό Κονιά. Ήταν μια μαύρη νύχτα με πηχτό σκοτάδι, στεγνό, θαρρείς ξεραμένο χωρίς αέρα. Ο στρατός κοιμόταν στα τσαντίρια κάτω στο κάμπο με το κόκκινο χώμα, στα χωράφια του κάνω Κτημάτου. Οι δυο σύντροφοι στην ολονύχτια βάρδια τους ήταν ποσταμένοι και αποκαμωμένοι απο το αδιάκοπο ξαγρύπνισμα. Από το πολύ περπάτημα και απο την κούραση εκείνο το βράδυ έσερναν τα πόδια τους και η δίψα τους στέγνωνε τα χείλη. Ο Κακής ήταν σκληρός, ήταν εργάτης στις οικοδομές, βάσταναν οι αντοχές του. Ο Κώστας ήταν δάσκαλος, ήταν καλομαθημένος, τα πόδια του δεν τον έσωναν και η μεγαλη δίψα τον σκότωνε, δεν άντεχε άλλο. Η μιλιά του δεν έβγαινε, είχε πισσώσει στο στόμα του. Ήταν ένα απάνθρωπο πράμα νάναι ολότελα διψασμένος και όμως να περπατά ολάκερες ώρες φορτωμένος με ντουφέκι και σφαίρες και ένα ασήκωτο γομάρι το γυλιό του  στην πονεμένη του ράχη. Και το παγούρι ήταν άδειο. Τα άρβυλλα τού έκοβαν τα πόδια που είχαν πρηστεί, δεν άντεχε άλλο. Όλη μέρα βάρδια στο στρατόπεδο να προσέχουν τους αιχμαλώτους, όλη νύχτα βάρδια να προσέχουν τα άδεια σπίτια στο χωριό. Και το νερό είχε τελειώσει. Έψαξαν σε όλο το χωριό, ήταν παντού κλειδωμένα, έψαξαν όλες τις βρύσες, ήταν όλες στερεμένες. Ο σύντροφος του τού έδινε θάρρος, αλλά αυτός δεν άντεχε. Ήθελε να ξαπλώσει στο χώμα και να παραδοθεί στη κούραση του και στη μεγαλη του δίψα. Να κλείσει τα μάτια κι ας πέθαινε, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μόνο να γλυτώσει από το μαρτύριο της δίψας.
Το μυαλό του πάγωσε, δεν βοηθούσε στη σκέψη, έτσι ευκολότερα πήρε την αποφαση του, ήταν μια σκέψη που του άρεσε, ήταν μια σκέψη να πέσει να ξαπλώσει, να γύρει και να κοιμηθεί, κι ας μην ξημέρωνε ποτέ, ας του φεύγε η ψυχή, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μονο να ξεκουραστεί. Έπεσε στα γόνατα, ακούμπησε το χέρι στο χώμα και σιγομουρμουρίζοντας λόγια που δεν έβγαιναν από τα χείλη του, αποχαιρέτησε τον φίλο του. Έπεσε χάμω ξάπλωσε, θυμάται έγειρε το κεφάλι του σε μια πέτρα για μαξιλάρι. Έμεινε ακίνητος μη ακούοντας τις παραινέσεις του φίλου του να σηκωθεί να προχωρήσουν. Μισοαναίσθητος  και με τις αισθήσεις του να υπολειτουργούν, μόλις που πρόλαβε να κάμει μια προσευχή στον Άγιο Νικόλα τον γείτονα του που είχε το εκκλησάκι του κοντά στο σπίτι του, τον παρακάλεσε να κάμει ένα θαύμα, να του στείλει ένα σταμνί γεμάτο δροσερό νερό και αυτός θα του άναβε μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του..., και έχασε τις αισθήσεις του.
Ύστερα από λίγη ώρα ένιωσε να συνέρχεται, ήταν απο μια  δροσιά που ένιωθε στο σβέρκο του, νόμισε ήταν η δροσιά της πέτρας που είχε για μαξιλάρι. Άκουσε τον φίλο του δίπλα να ρωτά πως αισθάνεται, και του άπλωσε το χέρι. Ακούμπησε στην πέτρα που καθόταν και την ένιωσε ζεστή. Μέσα στην αποχαύνωση του κατάλαβε ότι δεν γίνεται η μια πέτρα να είναι ζεστή και η άλλη δροσερή. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, και ύστερα πασπάτεψε την πέτρα. Την ακούμπησε και την ένιωσε να είναι στρογγυλεμένη και υγρή. Σε απειροελάχιστα του δευτερολέπτου ο νους του στράφηκε στην προσευχή που έκαμε στον Αι Νικόλα, και μια χαρά τον πλημμύρισε, ήξερε ότι εγινε το θαύμα. Πασπάτεψε ξαλά, δεν ήταν πέτρα, ήταν ένα σταμνί γεμάτο νερό. 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ
(28/3/2011)
Ήταν αγουροξυπνημένος και κατσούφης, είχε μέσα του μια ανησυχία και ένα φόβο ότι κάτι θα συνέβαινε. Ήταν στην Αθήνα για δουλειές, ύστερα από μια κουραστική ημέρα και από ένα μακρύ νυχτερινό ύπνο κοντά στο μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο του.
Σκέφτηκε να μην απαντήσει, είχε ένα προαίσθημα σαν το ένστικτο του να τούλεγε κάτι κακό θα συνέβαινε. Είχε μια νευρικότητα, μια αδυναμία τον κυρίευσε και αισθανόταν το μυαλό του μαγκωμένο, νόμιζε ήταν από τη κούραση. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι αυτή την ανησυχία την είχε ξανανιώσει στο παρελθόν, έτσι περίμενε να έβγαινε αληθινή, ήξερε θα έρχονταν κακά μαντάτα.
Άνοιξε το τηλέφωνο και έμαθε τα κακά νέα. Η κόρη του είχε ατύχημα και έπρεπε να τρέξει, η κατάσταση της ήταν κρίσιμη. Έπεσε από τη σκάλα και χτύπησε στο κεφάλι. Καθώς ανέβαινε την ξύλινη σκάλα του σπιτιού κρατώντας στα χέρια της ένα φλιτζάνι με καυτό τσάι το οποίο κάποια στιγμή χύθηκε και από τον φόβο της να μην πέσει πάνω της και καεί, έκανε μια αδέξια κίνηση και έχασε την ισορροπία της. Κατρακυλώντας έπεσε κάτω χτυπώντας πολύ δυνατά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Γεμάτος ανησυχία και φόβο ανέβηκε σ ένα αεροπλάνο να γυρισει πισω. Ύστερα από ένα ταξίδι όλο αγωνία που κόντευε να τον τρελάνει, έφτασε στο αεροδρόμιο, πήρε το αυτοκίνητο του και έτρεξε στο Νοσοκομείο. Εκεί βρήκε όλη την οικογένεια, έτρεξαν κοντά του και τον ενημέρωσαν. Οι γιατροί τους πληροφόρησαν ότι ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση, πού δεν άφηνε καμιά ελπίδα, παρά μόνο αν αποφάσιζε άλλως πως ο Θεός.
Σε μια στιγμή ο άτυχος πατέρας βλέπει τον γιατρό να βγαίνει, ήταν γνωστός του και έτρεξε κοντά του. Αυτός άρχισε να του εξηγεί με επιστημονικούς όρους ότι η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη, οπότε τον διακόπτει και τον ερωτά,
- Δηλαδή, τελειώνει;
Ο γιατρός δεν απάντησε, κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι του. Έμεινε σαν χαμένος, έβλεπε τη μάνα να οδύρεται και να σπαράζει, άκουε τους άλλους και αυτοί να κλαίνε σαν χορός σε αρχαία τραγωδία, ένιωθε να μην υπάρχει πάτωμα στα πόδια του και το νου του να μην μπορεί να σκεφτεί.
Τότε αισθάνθηκε μία φωνή μέσα του:
-Προσευχήσου, προσευχήσου.
Τί προσευχή να κάνει; Δεν ήξερε. Δεν είχε σχέση με την Εκκλησία. Αλλά η φωνή συνέχιζε να τον παρακινεί 
-Προσευχήσου, προσευχήσου.
Προχώρησε και βγήκε στο μπαλκόνι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που άρχισε να πέφτει, και ασυναίσθητα άρχισε να παρακαλεί και να λέει λόγια που δεν θυμόταν ύστερα, αλλά που ήταν λόγια προσευχής για να γιάνει το παιδί του…
…Και εγινε το θαύμα. Ένιωσε μέσα του ο Θεός να τον πληρώνει με το Άγιο Πνεύμα του, ένιωσε να είναι κάπου αλλού όπου δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε χώρος. Γύρισε το βλέμμα του στα πέρατα του σκοταδιού σίγουρος ότι θα αντίκριζε το πρόσωπο του Θεού, και βλέπει μια λάμψη στο βάθος του ουρανού και ένιωσε να τον χτυπά στα μάτια ένα εκτυφλωτικό φώς που τον πονούσε και παρακαλούσε μέσα του να σβήσει. Ύστερα σιγά σιγά το εκτυφλωτικό φώς απομακρύνθηκε και στη θέση του φάνηκε μια οπτασία να στέκει στον αέρα, και να περπατά προς το μέρος του. Ταυτόχρονα ένιωσε μια αύρα να έρχεται από τα αντίπερα βουνά, και σαν γλυκιά ζεστασιά να τον λούζει και να τον προσπερνά…
Όταν συνήρθε  θυμόταν ξεκάθαρα την γλυκεία μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ –ήταν η μορφή ολόιδια με την εικόνα του Αγίου στο παρεκκλήσι της γειτονιάς του-, θυμόταν ότι του είχε μιλήσει εσωτερικά με τη σκέψη, αλλά χωρίς λόγια, και αισθανόταν να έχει κυριευτεί με ηρεμία, δεν φοβόταν για το παιδί του, ήξερε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ένιωσε την αύρα που τον προσπερνούσε να φεύγει προς το μεριά που ήταν το παιδί του και ήξερε ότι ήταν η πνοή του Αρχάγγελου που θα θεράπευε τη μονάκριβη του κόρη.
Γύρισε πίσω στο διάδρομο που ήταν οι άλλοι συγγενείς και τους είπε να σταματήσουν να κλαίνε γιατί ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έκαμε το θαύμα του, τον επισκέφτηκε και έφερε πίσω τη ζωή της μικρής του κόρης και τώρα ήταν καλά. Τους κάλεσε, και όλοι μαζί μπήκαν στο δωμάτιο της και την βρήκαν να κάθεται στο κρεβάτι ολο υγεία και ζωντάνια.

Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ
Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε μια νέα κοπέλα μοναχοκόρη που την έλεγαν Στασού. Ήταν μόλις 17 χρονών και από φτωχή οικογένεια. Στα καλά του καθουμένου σαν μαγείρευε για τον κύρη και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω πεθαμένη.
Οι γονιοί και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν πολύ και η μάνα παρακαλούσε τον Άη Νικόλα τον γείτονα της να της την φέρει πίσω και στη θέση της άς έπαιρνε μια άλλη, άς έπαιρνε αυτήν.
Την άλλη μέρα αφού την έπλυναν με ανθόνερο της κιτρομηλιάς, της φόρεσαν την καλή της άσπρη φορεσιά και στολισμένη σαν τη νύφη την έβαλαν στο άσπρο σεντούκι ενώ το κλάμα σπαραχτικό ολονών ακουγόταν ως την κάτω γειτονιά.
Ύστερα την πήραν στην εκκλησιά και της έκαμαν την κηδεία. Η χαροκαμένη μάνα όταν έσκυψε για τον τελευταίον ασπασμό, και ενώ σκυφτή από πάνω της την αγκάλιαζε τη φιλούσε και την έκλαιγε, η πεθαμένη κόρη άνοιξε τα μάτια της σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά σαν να κοιμόταν.
Ήταν ένα μεγάλο θάμα που έκαμε ο Άη Νικόλας σκέφτηκε η μάνα, και χαρούμενη μαζί με τους άλλους, κλαίγανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά, η νεκραναστημένη κοπέλα τους σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε πάει σε ένα μέρος πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία και καθόλου δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έμεινε λίγο διάστημα με έναν άγγελο τον Μιχαήλ Αρχάγγελο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει του αγγέλου που την συνόδευε ότι δεν άκουσε καλά, δεν ήταν αυτή την Στασού που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην κάτω γειτονιά.

Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην κάτω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά.