Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ
Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε μια νέα κοπέλα μοναχοκόρη που την έλεγαν Στασού. Ήταν μόλις 17 χρονών και από φτωχή οικογένεια. Στα καλά του καθουμένου σαν μαγείρευε για τον κύρη και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω πεθαμένη.
Οι γονιοί και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν πολύ και η μάνα παρακαλούσε τον Άη Νικόλα τον γείτονα της να της την φέρει πίσω και στη θέση της άς έπαιρνε μια άλλη, άς έπαιρνε αυτήν.
Την άλλη μέρα αφού την έπλυναν με ανθόνερο της κιτρομηλιάς, της φόρεσαν την καλή της άσπρη φορεσιά και στολισμένη σαν τη νύφη την έβαλαν στο άσπρο σεντούκι ενώ το κλάμα σπαραχτικό ολονών ακουγόταν ως την κάτω γειτονιά.
Ύστερα την πήραν στην εκκλησιά και της έκαμαν την κηδεία. Η χαροκαμένη μάνα όταν έσκυψε για τον τελευταίον ασπασμό, και ενώ σκυφτή από πάνω της την αγκάλιαζε τη φιλούσε και την έκλαιγε, η πεθαμένη κόρη άνοιξε τα μάτια της σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά σαν να κοιμόταν.
Ήταν ένα μεγάλο θάμα που έκαμε ο Άη Νικόλας σκέφτηκε η μάνα, και χαρούμενη μαζί με τους άλλους, κλαίγανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά, η νεκραναστημένη κοπέλα τους σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε πάει σε ένα μέρος πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία και καθόλου δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έμεινε λίγο διάστημα με έναν άγγελο τον Μιχαήλ Αρχάγγελο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει του αγγέλου που την συνόδευε ότι δεν άκουσε καλά, δεν ήταν αυτή την Στασού που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην κάτω γειτονιά.

Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην κάτω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά.