ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ ΘΑΥΜΑ ΙΔΕΣΘΑΙ (όλο το έργο)

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΞΩΡΚΙ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΤΗ ΜΙΛΙΑ ΤΟΥ

ΟΙ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ

Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ

Ο ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΥΠΑΤΙΟΣ Ο ΠΕΡΠΑΤΗΤΗΣ

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΧΡΥΣΟΜΕΣΟΓΕΙΩΤΙΣΣΑ

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

ΘΑΥΜΑ ΙΔΕΣΘΑΙ

Ο ΣΤΟΙΣΕΙΟΜΕΝΟΣ

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Ο ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΗ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΒΛΟΥ ΣΤΟΝ ΑΚΑΜΑ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ

ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ ΕΛΕΟΥΣΑ

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΥΣΟΥΦ

ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ

ΟΙ ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ

ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

ΠΑΠΑΣ ΣΙΕΗΤΤΑΝΗΣ

ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΦΟΒΕΡΑ ΘΕΛΕΙ

ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΑΝΙΟΥ  

Ο ΠΑΠΑΣ ΠΑΠΑ ΔΕ ΘΕΛΕΙ

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ

ΤΟ ΣΤΑΜΝΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ

Η ΝΕΡΑΝΑΣΤΑΣΗ

-------------------- 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

Είναι μια μορφή,  ένας γέρος, ένας άντρας, ο οποιοσδήποτε που κάθεται σ’ ένα παγκάκι δίπλα μας, οπουδήποτε, και τότε απρόβλεπτα του παρουσιάζεται η μοίρα του. Συμβαίνει μια συνάντηση, και εκεί ίσως κρίνονται όλα. Μια ευκαιρία ζωής που κάθε άνθρωπος αποζητά, και αμέσως όλα εξαρτώνται από τη συμπεριφορά του καθενός. Για καλή τύχη ή για ατυχία.

Είναι ο αγαθός Θεός που θέλοντας να βοηθήσει τους ανθρώπους παρουσιάζεται στον καθένα μας έστω και μια φορά σε όλη τη ζωή μας με άλλη μορφή, θέλοντας να δοκιμάσει τα αισθήματα και τη ψυχή μας δίνοντας μια ευκαιρία που μόνο από εμάς εξαρτάται αν θα την αδράξουμε ή αν θα την αφήσουμε να μας προσπεράσει.

Όλα εξαρτώνται πως θα αντιδράσουμε στη τυχαία συνάντηση, τι θα κάνουμε, τι θα πούμε. 

Ζούσε σε μια μικρή πόλη ένα άνδρας και είχε όνειρο ζωής, επιθυμία και μοναδικό σκοπό τρία πράγματα. Να βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά, να παντρευτεί μια πολύ όμορφη γυναίκα, και να γίνει διάσημο πρόσωπο στη κοινωνία.

Έτσι λοιπόν με στόχο αυτά, κατ αρχάς προσπάθησε μέσω συνεντεύξεων να βρει την κατάλληλη εργασία που επιθυμούσε.

Σε μια συνέντευξη που τον κάλεσαν για μια πολύ καλή δουλειά, στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε στο δρόμο στο έδαφος πεσμένο έναν άνθρωπο που έδειχνε ανήμπορος. Πολύ τον λυπήθηκε, αλλά βιαστικός καθώς ήταν, δεν έσκυψε να τον βοηθήσει. Μόνο τον προσπέρασε βιαστικός θέλοντας να φανεί συνεπής στο ραντεβού του. Ευχόμενος να βρεθεί κάποιος άλλος καλός άνθρωπος να τον βοηθήσει, πήγε με συνέπεια στην ώρα του στο ραντεβού, αλλά δυστυχώς αν και κατά τη γνώμη του πήγε καλά η συνέντευξη, δεν προσελήφθηκε. 

Μια άλλη φορά, μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα, ενώ  σεργιάνιζε στους δρόμους της πόλης, συνάντησε ένα μικρό περιπλανώμενο θίασο που έδινε παράσταση. Σταμάτησε και παρακολούθησε για ώρα τους ηθοποιούς να παίζουν το έργο.

Όταν η παράσταση τέλειωσε και κίνησε να φύγει, ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο. Γύρισε και αντίκρυσε μια ηθοποιό του θιάσου που φορούσε μάσκα και θέλοντας κουβέντα μαζί του, τον ρώτησε αν του άρεσε η παράσταση. Όμως αυτός νομίζοντας πως ήθελε να της δώσει χρήματα για την παράσταση, γύρισε χωρίς να πει τίποτα χωρίς να χαμογελάσει, ακόμα και χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια και έφυγε. 

Μια βροχερή νύχτα στο γυρισμό για το σπίτι του πολύ κουρασμένος, άκουσε μια μουγκή κραυγή. Ήταν μια γυναίκα που καθόταν μες τη βροχή σε ένα παγκάκι και έκλαιγε. Μόλις τον αντίκρυσε του φώναξε καθώς ήθελε λίγη κουβέντα, να πει τον πόνο της γιατί ήταν πολύ λυπημένη και στεναχωρημένη και ήθελε μια παρηγοριά, ήθελε να βγάλει τον πόνο της έξω. Όμως αυτός μη θέλοντας να στέκει στο κρύο, και βιαστικός να μπει στη θαλπωρή του σπιτιού του την προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο του.

Τα χρόνια πέρασαν, και η ζωή του τέλειωσε και γέρος πλέον χωρίς να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, απεβίωσε εις Κύριον. Πέθανε μόνος του και καθώς δεν ήταν κακός άνθρωπος, πήγε στον Παράδεισο. Στη πύλη του Παραδείσου, έπιασε κουβέντα με τον Άγιο Πέτρο, και στη φιλία τους επάνω που δημιουργήθηκε, εξέφρασε το παράπονο, γιατί η ζωή του εξελίχθηκε άθλια, χωρίς να πραγματοποιηθεί κανένα από τα λιγοστά του όνειρα. Και ερώτησε γιατί ο καλός Θεός δεν τον βοήθησε.

Τότε η φωνή του Θεού ακούστηκε προς απάντηση του να λέει,

-άνθρωπε μου, εγώ προσπάθησα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν άπλωσες το χέρι σου να αδράξεις τη βοήθεια μου.

-Μα πως με βοήθησες και εγώ αρνήθηκα; Ποτές μου δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο, εξήγησε μου σε παρακαλώ.

Και του απάντησε ο καλός Θεός και του εξήγησε ότι τη βοήθεια που δίνει στους ανθρώπους, δεν την δίνει άμεσα, αλλά έμμεσα ως μορφή δοκιμασίας ώστε να φανεί ο εσωτερικός τους εαυτός, και η πραγματική τους φύση. Και μόνο από αυτούς εξαρτάται η επιβράβευση τους ή όχι, ανάλογα πως θα αντιδράσουν.

Και του είπε πως,

Όταν πήγε σε συνέντευξη για την εργασία που επιθυμούσε, ο αβοήθητος άνθρωπος που συνάντησε στο δρόμο του και χρειαζόταν ένα χέρι, ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας που θα τον προσλάμβανε.

Όταν στο δρόμο συνάντησε ένα θίασο και μια ηθοποιός τον έπιασε κουβέντα, ήταν μια πανέμορφη γυναίκα που τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και αν αυτός έμενε να την ακούσει, θα εξελισσόταν ένα ειδύλλιο με ευτυχισμένο μέλλον.

Όταν σε ένα παγκάκι μια βροχερή νύχτα συνάντησε μια θλιμμένη γυναίκα που ήθελε παρηγοριά και μια καλή κουβέντα, αυτή ήταν μια διάσημη συγγραφέας που θα την ενέπνεε κα θα τον ανέφερνε σε ένα μυθιστόρημα της ως κεντρικό ήρωα και θα γινόταν παγκόσμια διάσημος.

Υ.Γ.

Όταν αφουγκραζόμαστε γύρω μας τον κόσμο, θα μας δοθούν ευκαιρίες, και για να τις αδράξουμε πρέπει πρώτα οι ίδιοι όχι μόνο να θέλουμε, αλλά και να προσφέρουμε. 

ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΞΩΡΚΙ

Στο δυτικό άκρο της Χλώρακας, βρίσκεται το γραφικό εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Οι παλιοί κάτοικοι ενθυμούνται ερείπια μεσαιωνικού ναού που ήταν επίσης μικρός, όπως και ο σημερινός.

Το εκκλησάκι λειτουργείται δύο φορές το χρόνο, στις 6 Σεπτεμβρίου μέρα του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου και 8 Νοεμβρίου μέρα μνήμης του. Στα παλιά χρόνια γινόταν πανήγυρις στο προαύλιο και μαζευόταν όλο το χωριό μαζί και περίοικοι οι οποίοι έρχονταν κυρίως για το αγίασμα του, νερό που ανέβλυζε από πλησίον πηγή και που πίστευαν ότι ήταν ιερό με θεραπευτικές ιδιότητες.

Έπαιρναν οι πιστοί στα σπίτια τους το αγιασμένο νερό και μ' αυτό νίβονταν, ράντιζαν τα ζώα, τα δωμάτια, τους στάβλους, τις αυλές και τα χωράφια προσδοκώντας εκδίωξη το κακού και καλή καρποφορία. 

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Μέσα βουτούσαν οι μανάδες τα μικρά παιδιά γιατί πίστευαν πώς όσοι βαπτίζονταν μέσα, γίνονταν ανθεκτικοί στις ασθένειες. Αυτό γινόταν για χρόνια, ώσπου μια κακή μέρα ένα κακό εξώρκι ήρθε μέσα να λουστεί, και καθώς του άρεσε πολύ, εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν ένα Εξώρκι που είχε τη μορφή κακάσχημης γυναίκας-μάγισσας φοβερής, που σκόρπιζε τρόμο στους ανθρώπους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του, ούτε να καλλιεργήσει τα χωράφια. Οι μανάδες έπαυσαν να βαπτίζουν μέσα τα μωρά, και οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μην γιανίσκουν.

Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο ανίκητο θεριό.

Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του βασίλειο.

Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά, θέλοντας να τον φοβίσει.

Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.


Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.


Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος και έδιωξε το κακό Εξώρκι.
 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ 

Το μήνα Ιούνιο του 2011 περατώθηκε το κτίσιμο της ωραιότατης εκκλησίας του  Αγίου Στεφάνου σε αντικατάσταση της παλαιάς που ήταν μικρός και πρόχειρος ναός και ήταν αφιερωμένος στον Πρωτομάρτυρα  σε ένδειξη παραλληλισμού της μαρτυρίας του δια λιθοβολισμού, που πανόμοια δεινά και μαρτύρια υπέφεραν οι Έλληνες Χριστιανοί από τους Τούρκους τον παλαιόν καιρό.

Εκτός από ένα μικρό παρεκκλήσιο που ευρίσκεται στη περιοχή Πάχνας, η Ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα που είναι αφιερωμένη στον Πρωτομάρτυρα, είναι  η μοναδική στην Κύπρο.

Μεταξύ 1850 και 1880, ο μεγάλος τσιφλικάς της περιοχής Σάββας  Νικολαΐδης είχε μεγάλη περιουσία στην περιοχή της Λέμπας και μέσα σ αυτήν υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Αυτόν το χώρο διάφοροι περαστικοί και ντόπιοι πιστοί το χρησιμοποιούσαν ως λατρευτικό χώρο για να τιμούν τον Άγιο Στέφανο, οπότε αυτός σε μια κρίση πίστεως το έκτισε και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι και το δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.

Με την πάροδο των χρόνων, ύστερα από την εγκατάλειψη του χωριού από τους Τούρκους και την εγκατάσταση Χριστιανών Ελλήνων, το εκκλησάκι λειτούργησε πλήρως ως εκκλησία των Ορθόδοξων. Στους τωρινούς καιρούς που ο κόσμος στράφηκε ξανά προς τη θρησκεία θέλοντας ίσως αποκούμπι στους δύσκολους καιρούς που διερχόμεθα, δεν χωρούσε το μικρό εκκλησάκι όλους τους πιστούς, οπότε μερικοί προοδευτικοί άνθρωποι κάτοικοι της Λέμπας πρόσφυγες που έτυχε να είναι επίτροποι τους καιρούς που χρειάστηκε να μεγαλώσει η εκκλησία, δεν δίστασαν να προβούν στο μεγάλο εγχείρημα, να ξανακτίσουν εκ βάθρων, και να θεμελιώσουν την μεγαλύτερη σε μέγεθος εκκλησία στην σημερινή της μορφή. Πρόκειται για τους Παπαχαράλαμπο Παπαντωνίου (Παπάχαμπης) από τη Χλώρακα, Ανδρέα Λ. Καμπανέλα, Λοϊζο Λοϊζου, Μωυσή Σεραφείμ αμφότεροι από το Πατρίκι Αμμοχώστου, Νεκτάριο Σιδηρόπουλο από την Ελλάδα και τον Βαρνάβα Α. Βαρνάβα από τα Κάτω Βαρώσια. Με πενιχρά οικονομικά μέσα σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, η σημερινή εκκλησιαστική επιτροπή υπό των Παπασταύρου Λεωνίδα, Λοϊζου Λοϊζου, Μωυσή Σεραφείμ, Νίκου και Κούλλας Όψιμου, Νεόφυτου Χαραλάμπους, κατάφεραν να μαζέψουν μεγάλο μέρος από το ποσό των χρημάτων που χρειάστηκε, καθώς και δάνειο  που σύναψαν για την περάτωση ναού του θαυματουργού Αγίου.

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 

Ο Παπάσταυρος γεννήθηκε στη Χλωρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά την αγάπη για το Θεό. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αλλά διάφορες συγκυρίες δεν του το επέτρεψαν.

Τα χρόνια πέρασαν, η επιθυμία δεν του έφευγε και το είχε μαράζι, ώσπου μια φορά στα 50 του χρόνια πλέον, του φανερώθηκε ο Άγιος.

Δούλευε ως νυχτοφύλακας όταν κατά τις πρωινές ώρες άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Υποθέτωντας μήπως είναι κάποιος κλέφτης, του φώναξε να σταματήσει, αλλά οι περπατησιές συνέχιζαν να τον πλησιάζουν.

Άνοιξε τον ασύρματο να ειδοποιήσει για βοήθεια, αλλά δεν λειτουργούσε, ήταν νεκρός.

Και ξαφνικά, αντί για κλέφτης, μπροστά του να στάθηκε μια φιγούρα λουσμένη σε λάμψη φωτός. Στην όψη του ο Παπάσταυρος αναγνώρισε τον Άγιο Στέφανο που ήταν στο εικόνισμα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και που με ήρεμη φωνή τον ρώτησε γιατί φοβόταν να ενδυθεί τα ράσα εφ όσον το επιθυμούσε. Ύστερα γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περιέλουζε, τον άκουε να συνεχίζει τον παροτρύνει.

Όταν έσβησε η λάμψη, ο Παπάσταυρος κατάλαβε ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος. Για να σιγουρευτεί, άνοιξε τον ασύρματο και διαπίστωσε ότι ήταν σε λειτουργία.

Κατάλαβε ότι είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Έτσι πήρε την απόφαση και φόρεσε τα ράσα.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΤΗ ΜΙΛΙΑ ΤΟΥ 

Μια οικογένεια από τη Λάρνακα που είχαν ένα μικρό γιο με σοβαρό πρόβλημα υγείας από γεννησιμιού του, δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά αλλά μασσά, μη βρίσκοντας γιατρειά στους γιατρούς, στράφηκαν προς το Θεό και ζήτησαν τη βοήθεια του Αγίου Στεφάνου τον οποίο ονειρεύτηκε τη μορφή του στον ύπνο του ο μικρός ασθενής. Από την περιγραφή με νοήματα, τους έδειξε και κατάλαβαν ότι εννοούσε τον Άγιο Στέφανο της Λέμπας, έτσι μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για την Πάφο, τριγυρνώντας να βρουν το ξωκκλήσι. Ύστερα από κάμποση ώρα μη μπορώντας να το ανακαλύψουν, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Λάρνακα αλλά στο γυρισμό, προσπέρασαν το ξωκλήσι χωρίς να το δουν, οπότε ο μικρός βρίσκοντας ξαφνικά τη μιλιά του, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα και να τους λέει, μπαμπά, μαμά, είδα την εκκλησία, είναι πιο πίσω μας.

Το περιστατικό συνέβηκε αρχές της δεκαετίας του 1990. Τώρα το παιδί που γιατρεύτηκε είναι μεγάλος, και μαζί με τους γονείς του, επισκέπτεται την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου σε κάθε γιορτή του Αγίου. 

ΟΙ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ 

Ήταν αργά βράδυ 26 Δεκεμβρίου 1998 όταν  η οκτάχρονη κόρη του Χάρη κατάπιε ένα κέρμα των πέντε Σεντ το οποίο έμεινε σταλωμένο στο φάρυγγα της και δεν έφευγε.

Σε ακτινογραφίες που υπέβαλαν το μωρό, έδειξαν ότι το κέρμα βρισκόταν σε τρομερά επικίνδυνο σημείο  και μπορούσε να προκαλέσει απόφραξη. Την πήραν σε ειδικό γιατρό, αλλά δεν μπόρεσε να το βγάλει γιατί το κέρμα γλιστρούσε και δεν μπορούσε.

Ήρθαν και άλλοι γιατροί και  ξαναπροσπάθησαν, μάταια όμως, οπότε ένας γιατρός είπε στον πατέρα,

« σήμερα είναι του Αγίου Στεφάνου και βάλε το σταυρό σου να βοηθήσει να βγει το νόμισμα χωρίς  να χρειαστεί εγχείρηση διότι είναι πολύ επικίνδυνο. Ο πατέρας έβαλε το σταυρό του και προσευχήθηκε στον Άγιο, και αμέσως άκουσε το γιατρό να φωνάζει ότι το έβγαλε. 

Την επόμενη μέρα η οικογένεια έψαχνε εκκλησία του Αγίου Στεφάνου να προσκυνήσουν. Έμαθαν για τον Άγιο Στέφανο της Λέμπας και προγραμμάτισαν τις επόμενες μέρες να τον επισκεφτούν αφού προηγουμένως θα πήγαιναν στη Βιέννη για ένα επαγγελματικό ταξίδι.

Στη Βιέννη βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, απέναντι τους αντίκρυσαν με έκπληξη μια επιβλητική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, οπότε σκέφτηκαν πως ήταν μια σύμπτωση.

Τις επόμενες μέρες επισκέφτηκε την Πάφο για να αναζητήσει τον Άγιο Στέφανο της Λέμπας. Στο ξενοδοχείο που κατέληξε, ρώτησε να μάθει που ευρίσκεται η Λέμπα. Ο διευθυντής με ένα χαμόγελο του είπε να περιμένει. Γύρισε και φώναξε έναν παπά που στεκόταν λίγο πιο πέρα, και του λέει, «αυτός είναι ο Παπά Χαμπής, ο ιερέας του Αγίου Στεφάνου». Οπότε ο πατέρας σκέφτηκε πως δεν είναι δυνατόν πάλι είναι σύμπτωση.

Ήταν η δεύτερη συγκυρία που τον οδήγησε να βρει εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Από τότε αρχές του 1999 και κάθε χρόνο στην ημέρα του Αγίου επισκέπτεται τη Λέμπα για να δοξάσει τον Άγιο. 

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ 

Ήταν τρία Τουρκάκια που έμπαιναν τακτικά στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και αφόδευαν, και ασχημονούσαν. Μια φορά έγδαραν το αριστερό μάτι του Αγίου.

Τις επόμενες λίγες μέρες, βρήκαν τραγικό θάνατο και οι τρεις. Ο ένας αφού ασχημονησαν, πετάχτηκε τον πετρότοιχο που περιέβαλλε το εκκλησάκι, και πηδώντας στον αμαξιτό δρόμο, ένα αυτοκίνητο τον πάτησε και πέθανε. Σε τρεις ημέρες το δεύτερο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένο και σκοτωμένο σε έναν παραπλήσιο αγρό.

Το τρίτο Τουρκάκι πήγε για μπάνιο στον Κοτσιά και εξαφανίστηκε Σε λίγες μέρες τον βρήκαν ξεβρασμένο στην ακτή και έλειπε το αριστερό του μάτι. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας και τα κοράκια. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου Στεφάνου.

Υ.Γ. Η εικόνα του Αγίου με το γδαρμένο μάτι ευρίσκεται στην αποθήκη του παρεκκλησιού

ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ 

Η Χλώρακα τα παλαιά χρόνια ονομαζόταν Πρασκίουρο που σήμαινε πράσινη ουρά. Ξεκινούσε από τα υψώματα της οδού Χατζηφιλίπου και προεκτεινόταν ως τον ποταμό που χωρίζει τη Κισσόνεργα με τη Λέμπα. Τα υψώματα και οι γκρεμοί που σχημάτιζαν το οροπέδιο της σημερινής Χλώρακας, ήταν κατάφυτο από αιωνόβια δένδρα και σχημάτιζαν μια πράσινη ουρά, ως εξ αυτού είχε το όνομα Πρασκίουρο.

Στα χρόνια της Ενετοκρατίας η περιοχή της σημερινής Λέμπας αποτελούσε συνέχεια του τσιφλικιού της Έμπας.  Στα παράλια της Λέμπας και της Χλώρακας στη παραλία του Κοττσιά όπου κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή, εχει αποτέλεσμα η θάλασσα να ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά να είναι στρωτός με άμμο. Έτσι εκείνα τα χρόνια τα φορτηγά πλοία προσάραζαν είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν. Ξεφόρτωναν σκλάβους και φόρτωναν ζάχαρη που κατασκευαζόταν στην Κύπρο κυρίως από τεύτλα. Η θάλασσα έμπαινε στη στεριά και σχημάτιζε ένα μικρό έμπα όπου προσάραζαν τα πλοία. Ως εξ αυτού, αφού η συνέχεια της στεριάς αποτελούσε το μεγάλο τσιφλίκι, το χωριό της Έμπας πήρε το ομώνυμο όνομα. Αργότερα επί Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, το δυτικό μέρος κατοικήθηκε κυρίως από Τούρκους και η περιοχή πήρε εκ παραφθοράς το όνομα Λέμπα.

Το χωριό της Λέμπας από εκείνα τα χρόνια ήταν μικτό με περισσότερους Τούρκους και λιγότερους Χριστιανούς μέχρι την ανεξαρτησία της Κύπρου όπου ξεκίνησαν οι δικοινοτικές ταραχές και οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό.

Τις δεκαετίες 1850 και 1880, μια τεράστια περιοχή της Λέμπας κατείχε ένας Χριστιανός μεγαλοτσιφλικάς, ο Σάββας  Νικολαΐδης. Σε μια άκρια της περιουσίας του στην άκρια του δρόμου υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Μέσα οι περαστικοί έμπαιναν και προσεύχονταν θεωρώντας πως ήταν Άγιος τόπος και λατρευτικός χώρος του Αγίου Στεφάνου που μαρτύρησε στα χέρια των ειδωλολατρών, όπως το ίδιο μαρτυρούσαν και οι Χριστιανοί από τους κατακτητές Οθωμανούς.

Στα χρόνια που πέρασαν ο τόπος καθιερώθηκε ως πλήρως λατρευτικός χώρος του Αγίου ο οποίος ανεδείχθηκε θαυματουργός και τον επισκέπτονταν από πολλά μέρη της Πάφου, οπότε ιδιοκτήτης της αποθήκης Σάββας Νικολαιδης σε μια κρίση πίστεως έκτισε το υπόστεγο και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι το οποίον δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.

Στο εκκλησάκι προσέτρεχαν να προσκυνήσουν Ρωμιοί και Τούρκοι έως την περίοδο της Αγγλοκρατίας που οι Βρεττανοί διέσπειραν τα μίση και τα πάθη μεταξύ των δύο κοινοτήτων Ελλήνων και Τούρκων που είχαν ως συνέχεια τις δικοινοτικές ταραχές και την εισβολή των Τούρκων στη μεγαλόνησο.

Εκείνους τους καιρούς που η διχόνοια επικρατούσε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τρία Τουρκάκια έβαλαν στόχο και με μίσος βεβήλωναν συχνά το μικρό εκκλησάκι κάνοντας ασχημίες. Οι Χριστιανοί ήταν ανάστατοι και καταριόνταν τα Τουρκιά που δεν μπορούσαν να συλλάβουν επ αυτοφώρω καθώς αυτοί ασχημονούσαν και έφευγαν βιαστικοί και κρύβονταν στο Τουρκοκυπριακό χωριό υπό την κάλυψη των ομοχωρίων τους.

Μα ίσως η θεία δίκη, ίσως οι κατάρες των Χριστιανών, έπεσαν σαν πέλεκυς επί των κεφαλών τους και η τιμωρία τους ήταν σκληρή.

Μια τέτοια φορά αφού λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας με το σουγιά έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ώρα όμως μπήκαν μέσα Χριστιανοί και τους είδαν επ αυτοφώρω. Αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν να φύγουν. Βγήκαν στην αυλή και τρεχτοί δρασκέλισαν τον τοίχο που χώριζε την αυλή με τον αμαξιτό δρόμο για να ξεφύγουν. Όμως στη βιασύνη τους δεν πρόσεξαν ένα αυτοκίνητο που περνούσε, το οποίο πάτησε τον ένα και τον άφησε στον τόπο.

Στες τέσσερις μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πάνω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Και ύστερα από άλλες τόσες μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό που πήγε για μπάνιο στη θάλασσα του Κοττσιά τον πήρε το ρεύμα και τον έπνιξε. Και ύστερα από μέρες αναζήτησης, βρέθηκε ξεβρασμένος στην θάλασσα του Ακάμα με το ένα μάτι του να λείπει. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου.

Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Διήγηση από την Μαρκέλλα Ιωάννου.

Ο Άγιος Του Θεού Πρωτομάρτυρας Στέφανος να πρεσβεύει για εμάς τους αμαρτωλούς, με την Αγιότητα και τη Μεγάλη του Χάρη  να βοηθά όλο τον κόσμο. Να μην στεναχωριόμαστε για ότι μας συμβαίνει. Είτε αρρώστιες είτε στεναχώριες. Μόνο έτσι αγιαζόμαστε. Όλα έχουν τον λόγο τους…

Αμήν, Μαρκέλλα από Λευκωσία

Ήταν 23/12/2017 όταν ο Ιωάννης 50 ετών, είχε λιποθυμικό επεισόδιο ένεκα νεφρικής ανεπάρκειας. Από τους ιατρούς συστήθηκε και ακολουθήθηκε φαρμακευτική αγωγή και παρακολούθηση, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε, έτσι άρχισε αιμοκάθαρση, η λεγόμενη περιτοναϊκή κάθαρση.

Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, και ο ασθενής καθώς υποφέροντας ζούσε ένα Γολγοθά που τον κατέθλιβε και τον έκανε να μην έχει πλέον όρεξη να συνεχίσει να ζει, αλλά το χειρότερο μαρτύριο ήταν που έβλεπε την οικογένεια του να συμπάσχει μαζί του, υπέφεραν και αυτοί, και τους έβλεπε πόση στεναχώρια είχαν όσο και αν προσπαθούσαν να το κρύψουν θέλοντας να του δώσουν κουράγιο και ελπίδα. 

Ήταν μια νύχτα τέλος του Φθινοπώρου θυμάται η σύζυγος του, στη μέση της νύχτας, της ζήτησε να αλλάξουν πλευρά στο κρεββάτι. Η Μαρκέλλα παραξενεύτηκε καθώς για 25 χρόνια συζυγικού βίου, ήταν η πρώτη φορά, αλλά δεν είπε τίποτα, απλώς του έκανε το χατίρι. -Αργότερα μελετώντας ερμηνείες Πατέρων, αντιλήφθηκε ότι το «εκ δεξιών» στις γραφές, αναφέρεται συνέχεια στο βίο του Αγίου-. 

Το επόμενο πρωί την ρώτησε τι γνωρίζει για τον Άγιο Στέφανο, καθώς ενώ κοιμόταν μια εσωτερική επιθυμία τον ώθησε να αλλάξει πλευρά στο κρεββάτι, και ακολούθως στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να ονοματίζει τον Άγιο και να τον ξυπνά. Και στον ξύπνιο του βλέπει απέναντι του, μπροστά στο κρεβάτι, καθισμένο σε καρέκλα της κουζίνας τους, ένα αμούστακο νεαρό με μαύρα μαλλιά πιο πάνω από τον ώμο, να τον κοιτάζει γαλήνια, ήρεμα και επίμονα. Φορούσε κόκκινο ωράριο τη στενόμακρη λωρίδα υφάσματος που φέρουν οι διάκονοι στον αριστερό τους ώμο, και άσπρο στιχάριο, το  μακρύ ποδήρη χιτώνα με τα φαρδιά μανίκια.

Της Μαρκέλλας το μυαλό αμέσως πίστεψε πως ο Άγιος του φανερώθηκε και πως θα έπρεπε να ψάξει το θέμα. Η ίδια είχε επισκεφτεί τη Μονή του Αγίου στη Γεσθημανή και τον τόπο λιθοβολισμού επτά μήνες προηγουμένως. Αμέσως έσκυψε στον υπολογιστή της και διεξοδικά έψαξε στο διαδίχτυο όσες αναφορές υπήρχαν περί του θέματος. Διάβασε ότι ήταν Άγιος προστάτης και θεραπευτής των ασθενών με λιθιάσεις νεφρών, κύστης και χολής, καθώς και του γάμου(στέφανα).

Με ελπίδες αναπτερωμένες φώναξε τον άνδρα της και του έδειξε τη φωτογραφία του Πρωτομάρτυρα. Και γεμάτη χαρά τον άκουσε να αναφωνεί, «Αυτός είναι, Αυτός είναι».

Σίγουροι πλέον ότι ένα θαύμα θα συντελείτο, άρχισαν να ψάχνουν τις εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου. Σε όλη την Κύπρο ανακάλυψαν δύο, στην Πάχνα και στη Λέμπα. Επισκέφθηκαν και τις δύο. Στη Λέμπα γνώρισαν τον καλό ιερέα τον Παπάσταυρο ο οποίος τους έταξε μια εικόνα του Πρωτομάρτυρα.

Από εκείνο τον καιρό έχοντας την εικόνα προσκεφάλι ο ασθενής με θάρρος και μια πρωτόγνωρη εσωτερική πνευματική δύναμη, άρχισε να αντιμετωπίζει την ασθένεια με απόλυτη πίστη πως δίπλα του σε όλη τη διαδρομή, είχε τον Άγιο και μαζί βάδισαν τον Γολγοθά. 

Για την Εκκλησία δεν υπάρχει τύχη, το γνώριζαν καλά. Δεν υπάρχει μοίρα, δεν υπάρχει κισμέτ. Σε όλη την αγιογραφική και αγιοπατερική διδασκαλία πουθενά δεν αναφέρεται η πίστη στην τύχη.

Όμως οι συμπτώσεις ήταν πολλές για να τις αγνοήσουν, ώστε απόλυτα σίγουροι πως συνέβαινε ένα θαύμα, τις ακολούθησαν πιστεύοντας πως είσαν όλα του Αγίου που τους έδειχνε ποιο δρόμο να ακολουθήσουν. 

Όταν ο Παπάσταυρος ήρθε από τη μακρινή Πάφο να φέρει την εικόνα, χωρίς να γνωρίζει το αυτοκίνητο του, -το ραντεβού τους ήταν σε ένα μεγάλο πάρκινγκ της πρωτεύουσας-, ο Ιωάννης στάθμευσε το ποδήλατο του δίπλα του ακριβώς.

Όταν εισήλθε στο νοσοκομείο ο νοσοκόμος που τον φρόντιζε, ονομαζόταν Στέφανος.

Όταν αποφάσισαν να αγιογραφήσουν τον Άγιο, ο Ιωάννης είχε ένα μικρό ατύχημα και η ασφάλεια τον αποζημίωσε το ισόποσο της Αγιογραφίας. Το έμβασμα έγινε κατά θαυμαστό τρόπο την ίδια μέρα με την παράδοση της Αγιογραφίας. 

Και το αντρόγυνο συνέχιζε να μαρτυρεί όλα τα θαυμαστά και τις συμπτώσεις που τους συνέβαιναν. Είσαν σίγουροι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Πως ήταν όλα του Αγίου που τους έδειχνε το δρόμο της υπομονής και της εγκαρτέρησης.

Και βλέποντας όλα αυτά και άλλα πολλά, αποφάσισαν να ταξιδεύσουν στη Γεσθημανή, στον τόπο του λιθοβολισμού και να προσκυνήσουν.

Οι συμπτώσεις συνέχιζαν, είσαν απόλυτοι σίγουροι πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο.

Οι αεροπορικές πτήσεις για τους Αγίους τόπους καθώς πλήρεις, την τελευταία στιγμή ακυρώθηκαν δύο θέσεις και τις πήραν αυτοί.

Στη Γεσθημανή η Μονή θα ήταν κλειστή γιατί ο Αρχιμανδρίτης θα λειτουργούσε στη Βηθανία, κατά θαυμαστό τρόπο την βρήκαν ανοικτή. Και ο Ιωάννης νιώθοντας ρίγος εισήλθε εντός, και έσκυψε και προσευχήθηκε και προσκύνησε την Άγια εικόνα. Και ώ του θαύματος μια απόλυτη ηρεμία τον κυριάρχησε και ένιωσε τους πόνους που τον ταλαιπωρούσαν να λιγοστεύουν.

Ο Παπάσταυρος τους είχε ζητήσει να του φέρουν μέρος λίθου από τον πετροβολισμό που φυλάττονταν στους Άγιους τόπους. Έτσι έκαναν διευθετήσεις με τον αρχιμανδρίτη Επιφάνιο να τους παραδώσει ένα λίθο που θα τοποθετείτο προς δόξαν του Αγίου στην ομώνυμη εκκλησία στη Λέμπα. Και ώ του θαύματος και πάλιν, μόλις παρέλαβαν τον λίθο, οι αφόρητοι πόνοι που ταλαιπωρούσαν τον Ιωάννη τον τελευταίο καιρό, όλες οι αγρυπνίες και οι αϋπνίες, όλες οι αγωνίες και το άγχος, με μιας χάθηκαν, έφυγαν, και ένιωσε πως ξαναγεννήθηκε, πως ήταν καλά όπως και πριν.

Με ο λίθο στη βαλίτσα που ως κόρη οφθαλμού πρόσεχαν, στην επιστροφή τους περιμένοντας σειρά να επιβιβαστούν, πίσω τους στεκόταν ένα αγόρι, και πάλι ώ του θαύματος, τι σύμπτωση, άκουσαν την μητέρα του να τον καλεί Στέφανο. Ήταν από τις συμπτώσεις εκείνες τις μικρές, που όμως στο αντρόγυνο δεν φάνηκε τυχαία, αλλά ως καθαρό μήνυμα πως ο Άγιος  συνεχώς ήταν κοντά και τους παραστεκόταν.

Χίλιες δόξες λοιπόν, στον Άγιο που από την πρώτη στιγμή  που τον επικαλέστηκαν η παρουσία του ήταν έντονη και με τις μικρές συμπτώσεις απλώς τους το υπενθύμιζε συνεχώς. 

Όσο να δεήσει ο καιρός για την παράδοση του λίθου στον Παπάσταυρο, χρειάστηκε μια βδομάδα. Έχοντας τόση πίστη μέσα της η Μαρκέλλα, δεν έμεινε άπραχτη, παρα όσους γνωστούς είχε με ασθένειες, τους περιέφερε το λίθο οι οποίοι προσκύνησαν, και μόνο με αυτό, δηλαδή με την τόση πίστη στην καρδιά και αυτοί, ένιωσαν αγαλλίαση, δυνατότεροι, και έτοιμοι με περισσότερο θάρρος να αντιμετωπίσουν το πεπρωμένο τους. 

Υ.Γ.

Και με τις τόσες εμπειρίες η Μαρκέλλα σκεφτόταν τι είναι σωστότερο, ότι η πίστη πηγάζει από το θαύμα, ή το θαύμα από την πίστη.

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ 

Το αρχαίο ξωκκλήσι του Αη Νικόλα στη Χλώρακα στέκει στην άκρη ενός γκρεμού, και πριν χρόνια οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν τοίχο για να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά να πέσουν να χτυπήσουν. Κουβάλησαν πέτρες και πρόσλαβαν μαστόρους και αρχίνησαν να κτίζουν.

Την πρώτη μέρα έβαλαν σημάδια και έκτισαν τις πρώτες σειρές με πέτρες πελεκητές όμορφα κτισμένες, ομοιόμορφες με το μικρό εκκλησάκι που και αυτό ήταν πετρόκτιστο από αρχαίες πέτρες. Η νύχτα όταν έφτασε σχόλασαν οι εργάτες, πήγαν σπίτι τους να ξεκουραστούν ως την άλλη μέρα το πρωί.

Την άλλη μέρα το πρωί όμως όταν πήγαν να δουλέψουν, βρήκαν τον τοίχο χαλασμένο και τις πέτρες σωριασμένες στο χώμα. Σκέφτηκαν πως σίγουρα κάποιος ιερόσυλος τον χάλασε, το συζήτησαν, κάκισαν την πράξη, αλλά δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάποιον που θα προέβαινε σε τέτοια αμαρτία.

Ο μάστρε Στάθιος ο πρωτομάστορας αποφάνθηκε πως η ζημιά ήταν λίγη, και διέταξε να πιάσουν δουλειά από αρχής.

Και αρχίνησαν ξανά. Έκτισαν τον μισό τοίχο και σχόλασαν για να επιστρέψουν την επομένη να τον τελειώσουν.

Το άλλο πρωί όμως έκπληκτοι τον βρήκαν ξανά χαλασμένο. Διάφορες σκέψεις άρχισαν να τους τριβελίζουν το συλλογισμό.

-Μήπως πάλι ο νυχτοβάτης ξαναχτύπησε,

είπαν κάποιοι. 

-Μήπως τα τσιμέντα που έφτιαχναν τη λάσπη ήταν χαλασμένα,

αναφώνησε ένας εργάτης.

-‘Η μήπως ήταν θέλημα του Αγίου,

αποφάνθηκε ένα γεροντάκι.

Τα νέα διαδόθηκαν σε όλο το χωριό και οι άνθρωποι συζητούσαν και έκαναν εικασίες.

Οι γριούλες καθώς θεοφοβούμενες, αποφάνθηκαν πως ήταν θέλημα του Αγίου και πως έπρεπε να σταματήσουν το κτίσιμο. Πήγαν στον Παπακώστα και του φανέρωσαν τις σκέψεις τους και του ζήτησαν να διατάξει να σταματήσει το κτίσιμο.

Ο Παπακώστας τους είπε ότι συμφωνεί, αλλά για να είναι σίγουρος, θα συνέχιζε ακόμα μια φορά, και αν ο τοίχος ξαναχαλούσε, τότε θα ήταν φανερή και αδιαφιλονίκητη η επιθυμία του Αη Νικόλα.

Έτσι την επόμενη μέρα οι κτίστες αρχίνησαν να ξανακτίζουν τον τοίχο. Οι εργάτες με δέος στη καρδιά δούλευαν και εκστασιασμένοι δόξαζαν τον Άγιο καθώς η πίστη για θαύμα φώλιαζε σιγά σιγά στις καρδιές τους.

Ο μάστρε Στάθιος πονηρός όμως, αφού έλεγξε ότι ήταν γερά κτισμένες οι πέτρες, σκέφτηκε να παραφυλάξει τη νύχτα για να διαπιστώσει την αλήθεια. Όταν βράδιασε στήθηκε απόμερα και παρακολουθούσε. Πέρασαν οι ώρες, δεν συνέβηκε τίποτα, ήρθε το χάραμα. Κουρασμένος και ξαγρυπνισμένος, πήγε στο καφενείο να πιει καφέ, και από εκεί με τους εργάτες αλλά και κάμποσους χωριανούς που τους έτρωγε η αγωνία και η περιέργεια, κίνησαν για τον Άγιο Νικόλα να τελειώσουν τον τοίχο.

Όμως τι έκπληξη, βρήκαν τις πέτρες πάλιν χαλασμένες ριγμένες στο έδαφος. Έμειναν όλοι άφωνοι, πίστεψαν σίγουρα πως ήταν το θέλημα του Αγίου.

Ο Παπάκωστας σίγουρος πλέον, κάλεσε την εκκλησιαστική επιτροπή για να συζητήσουν το μέγα γεγονός.

-Είναι φανερό πως ο Άη Νικόλας που είναι και κύριος των θαλασσών, δεν επιθυμούσε τον τοίχο γιατί θα του έσκιαζε τη θέα του πελάγου που απλωνόταν απρόσκοπτα κάτω από το εκκλησάκι,

τους είπε,

-γι αυτό αντί τοίχο θα έπρεπε να τοποθετήσουν κάγκελα ώστε να σεβαστούν την επιθυμία του Αγίου, και ταυτόχρονα να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά που μαζεύονταν στην αυλή για να παίξουν.

Φώναξαν λοιπόν τον κωμοδρόμο του χωριού και κατασκεύασε κάγκελα σιδερένια. Έτσι έμεινε ευχαριστημένος ο Άη Νικόλας, έμειναν ευχαριστημένοι οι γονιοί για τα παιδιά τους, έμειναν ευχαριστημένοι και όλοι οι κάτοικοι του χωριού που εκπλήρωσαν την επιθυμία του Άη Νικόλα.

Παλιά ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα να τις παίρνει, αλλά συμπονούσε τους νέους και έπαιρνε τους γερόντους. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση του και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.

Ο Άη Νικόλας ήταν ίλαρος και πονόψυχος, και στεναχωριόταν όταν έπαιρνε τις ψυχές των νέων.

Μια φορά τον έστειλε ως προπομπό στη Χλώρακα να πάρει τη ψυχή μιας νέας κοπελιάς. Ήταν η μικρή αδερφή του Παπάκωστα η Στασού, η ομορφότερη του χωριού, κόρη υπάκουη με καλές καταβολές, φρόνιμη και προκομένη. Οι γονείς της και τα αδέρφια της σαν στερνοπαίδι την αγαπούσαν πολύ και ήσαν υπερήφανοι καθώς είχε όλες τις χάρες του κόσμου. Είχε καλοσύνη, σεβασμό, ομορφιά, εξυπνάδα και καλή ανατροφή.

Έτσι εκείνο το πρωί που την βρήκαν στο κρεββάτι πεθαμένη όπως να κοιμόταν, ο πόνος τους ήταν αβάσταχτος και ασύλληπτος. Ο θρήνος τους σπάραζε τις καρδιές όλων των χωριανών, και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Άη Νικόλας που πριν λίγες μέρες έκανε το θαύμα του στο χωριό, τώρα πήρε την ψυχή της νιας κοπέλας που όλοι αγαπούσαν και εκτιμούσαν. Πως ήταν δυνατόν να γίνει τέτοιο άδικο; Τόσοι γέροι στο χωριό, γιατί δεν πήρε έναν από αυτούς; Γιατί πήρε τη νέα κοπέλα μόλις είκοσι χρονών; Κάποιοι τα έβαλαν με το Θεό, και κάποιοι με τον Άη Νικόλα.

Ο Παπάκωστας όμως πολύ πιστός στο Θεό, συντετριμμένος πήρε τη στράτα για το μικρό παρεκκλήσι και γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου για πολλή ώρα να προσεύχεται και να τον θερμοπαρακαλεί να ξανακάμει ακόμα ένα θαύμα. Ύστερα με μια κρυφή ελπίδα ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν, πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Όταν σιμά στο πατρικό του σπίτι έφτασε, άκουσε χαρούμενες φωνές να φτάνουν στα αφτιά του. Αλαφιασμένος από αγωνία και με μια ελπίδα ότι ίσως να γίνηκε το θαύμα, έτρεξε με όση δύναμη είχε.

Φτάνοντας βρήκε την μικρή του αδερφή να κάθεται ολοζώντανη στο κρεββάτι της, όπως να είχε μόλις ξυπνήσει, ενώ όλοι γύρω φώναζαν χαρούμενοι και έκαναν το σταυρό τους.

Σκέφτηκε πως ο Άη Νικόλας έκαμε ακόμα ένα θαύμα για να αποδείξει την Αγιότητα του σε όσους δεν πίστευαν, αλλά και σε όσους πίστευαν.

Υ.Γ.

‘Όταν ο Θεός τον ρώτησε γιατί παράκουσε, ο Άη Νικόλας βρήκε δικαιολογία πως νόμισε ότι διαταγή είχε να πάρει την ψυχή μιας άλλης Στασούς από άλλο χωριό, και ότι έκανε ένα λάθος το οποίον ύστερα διόρθωσε

Από εκείνο τον καιρό ο Θεός έβγαλε τον Άη Νικόλα που ήταν να παίρνει τις ψυχές, και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.

Ο ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.

Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.

Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.

Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τιμωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.

Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.

Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.

Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει.

Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.

Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.

Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.

Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.

Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.

«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ήμουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έκανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γεμάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»

Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει την άφεση γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;

Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.

Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της… 

Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.

Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον; 

ΑΓΙΟΣ ΥΠΑΤΙΟΣ Ο ΠΕΡΠΑΤΗΤΗΣ 

Ο Άγιος Υπάτιος ή Περπατητής της Χλώρακας τιμάται σε ενα περικαλλές εκκλησάκι που κτίστηκε δαπάνη του ευεργέτη Γιαννάκη Αριστοδήμου παρα το θέατρο της Χλώρακας δίπλα στη παλια βρύση του χωριού.

Παλαιότερα ήταν μια πελεκητή πέτρα ριγμένη στο έδαφος κάτω από ένα θεόρατο δρύ, όπου οι προγονοί μας έφερναν τα παιδιά τους όταν αργούσαν να περπατήσουν και τα γύριζαν λιτανεία καθώς πίστευαν πως ο Άγιος τα βοηθούσε να ξεπεράσουν το πρόβλημα τους. ¨Εδεναν στα πόδια του μωρού ένα ελαφρύ μικρού μήκους νήμα, και βαστώντας το από τα χέρια το βοηθούσαν να περπατά γύω-γύρω ώσπου να σπάσει η κλωστή,, οπότε και πίστευαν πώς το θαύμα θα γινόταν.  

Η πέτρα ήταν ένας μεγάλος βράχος που κύλισε από το ύψωμα πάνω από τη βρύση όταν έγινε ένας μεγάλος σεισμός πριν πολλούς αιώνες. Λέγεται πως αποτελούσε τον τοίχο μιας κάμαρης που χρησιμοποιούσε ένας χρυσοχόος, και πως μέσα στον μεγάλο αυτό βράχο ήταν σκαμμένο ένα κούφωμα που έκλεινε με μια εφαρμοστή πέτρινη θύρα χωρίς να αφήνει σημάδια πως ήταν ένα ξένο σώμα, αλλά πως ήταν απλά ένα σχέδιο σκαλιστό στο βράχο. Πίσω από τη θύρα μέσα στο κούφωμα, ο χρυσοχόος φύλαγε τα χρυσάφια του, που όταν πέθανε έμειναν μέσα φλεγμένα, χωρίς κανείς να γνωρίζει το μυστικό.

Κάποιος θα σκεφτεί τι να γύρευε ένας τεχνίτης χρυσού στη Χλώρακα ένα πολύ μικρό χωριό, όμως, κάποιοι παλιοί κάτοικοι, λένε πως στην περιοχή που ονομάζεται Χρυσός, οι ζευγολάτες όταν όργωναν τα χωράφια, πάνω στα νια (υνία των αρότρων) έβρισκαν ψήγματα χρυσού, τα οποία ο χρυσοχόος αγόραζε και επεξεργαζόταν.

Όταν λοιπόν σε ένα μεγάλο σεισμό το καμαράκι χάλασε, η πέτρα κύλησε και στάθηκε δίπλα στην παλιά βρύση, όπου και οι κάτοικοι της Χλώρακας γύρω της έκαναν λιτανείες και λάτρευαν τον άγιο Υπάτιο. Μια φορά ένας νεαρός ανακάλυψε τυχαία τη κρυφή θύρα και τα χρυσάφια που ήταν μέσα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έγινε πλούσιος, και αργότερα πλουσιότερος, αφού χρησιμοποιώντας αυτά τα πλούτη έγινε ο μέγας τοκογλύφος του χωριού και της Πάφου. 

Η περιοχή γύρω ήταν άγρια και γεμάτη βλάστηση, έτσι καποιοι ντόπιοι και ξένοι,  εξωρμούσαν για κυνήγι εκεί. Όταν μια φορά το έτος 2000 σε έναν κυνηγό που κυνηγούσε στο μέρος συνέβηκε ένα γεγονός το οποίον εξέλαβε ως φανέρωση του Αγίου, όταν το διηγήθηκε σε ένα θείο του, αυτός το θεώρησε ως επιθυμία του Αγίου Υπατίου να του κτίσουν μια εκκλησιά.

Ήταν μια μέρα που έκανε κρύο και η βροχή έπεφτε αραιή, όταν στη δύσβατη εκείνη περιοχή καθώς κυνηγούσε, συνάντησε κάτω από τη μεγάλη τρεμιθιά ένα γέροντα να κάθεται πάνω στην πέτρα του Αγίου.

Όταν φιλικά τον χαιρέτησε και ευγενικά τον ρώτησε τι κάνει έξω μες το κρύο, ο γέρος του απάντησε πως

-όλοι έχουν μια στέγη στο κεφάλι τους να τους προστατεύει, ενώ αυτός ήταν εκεί με ήλιο και κρύο, χωρίς μια σκεπή να τον προφυλάσσει.

Και λέγοντας αυτά, εξαφανίστηκε όπως να τον κατάπιε η ομίχλη. Ο νεαρός που κατάλαβε το θαύμα και πως ο γέρος ήταν ο Άγιος Υπάτιος, το ανάφερε στο θείο του που ήταν άνθρωπος της εκκλησιάς και γνώριζε περισσότερα. 

Ο Χαράλαμπος ήταν ένας καλός και πιστός Χριστιανός ιεροψάλτης της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, έτσι μετά από τη διήγηση του ανιψιού του, επεχείρησε να κάμει το θέλημα του.

Ζήτησε λοιπόν τη βοήθεια του Ανδρέα Μαυρέση ενός δασκάλου και παράγοντα της κοινότητας, ώστε να μεσολαβήσει στις κοινοτικές αρχές της Χλώρακας να του επιτρέψουν να κτίσει ένα εικονοστάσι για τον Άγιο εκεί, στην περιοχή της παλιάς Βρύσης, στην αρχαία πέτρα που ήταν ρηγμένη κατά γης κάτω από την τρεμιθιά.

Όμως δυστηχώς οι Κοινοτικές αρχές δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο με τη δικαιολογία πως δεν υπήρχε χώρος…

Και τα χρόνια πέρασαν. Νέος κοινοτάρχης Χλώρακας αναδείχθηκε ο Ανδρέας Μαυρέσης που ανάμεσα στο πολυσχιδές έργο που πρόσφερε στην κοινότητα του από το αξίωμα που κατέλαβε, ήταν και η αγορά της γης όπου μέσα λατρευόταν ο Άγιος Υπάτιος, και που στη συνέχεια με τη βοήθεια του επιχειρηματία Γιαννάκη Αριστοδήμου κτίστηκε το μεγαλόπρεπο εκκλησάκι που όμορφο σήμερα στέκει και αγναντεύει το πέλαγο. 

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ 

Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά ένεκα των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, έτσι συνήθιζα αυτές τις εποχές να πηγαίνω στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνω αμπελίσιμα σταφύλια.

Μια φορά στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς Κοίλης μεριά, ανακάλυψα ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος χωμάτινος, στενός, και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό άδειο από φορτίο τον διάβηκε εύκολα, και εκ της ωραότητας των σταφυλιών, αποφάσισα πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψω ένα τέτοιο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.

Καθώς το μικρό φορτηγάκι ΤΟΥΤΑ δεν χωρούσε τα μεγάλα φορτία που εμπορευόμουνα, μόλις το είχα πουλήσει και το είχα αντικαταστήσει με ένα BEDFORD που σήκωνε διπλάσιο φορτίο. Η καρότσα χωρούσε εφτά κιβώτια πλάτος και εφτά μάκρος. Όταν φόρτωνα έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό βάση των προδιαγραφών του εργοστασίου.

Όταν όμως αντίκρυσα τα τσαμπιά να κρέμονται από τα κλήματα, αποφάσισα πως έπρεπε να τα αγοράσω όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά, σελλινωτά και αραιά. Ωραιότατα σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε γεύση. Ήμουν σίγουρος πως θα τα πωλούσα όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι αντί για το κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, έδωσα κιβώτια για διπλάσιο και πλέον φορτίο. Φόρτωσα δώδεκα στο ύψος, ακόμα έβαλα στη πόρτα της καρότσας που βασταζόταν από αλύσους άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια. Τα έδεσα γερά με σχοινιά για να μην έχουν φόβο να γείρουν και να πέσουν στο χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο δρόμο, και πήρα τον ανήφορο της επιστροφής.

Αλλά δυστυχώς, ώ τί συμφορά, στην επιστροφή με το βαρύ και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλά και με το μεγάλο φορτίο στην καρότσα το οδήγημα ήταν δύσκολο.

Ο στενός κακοφτιαγμένος χωματένιος δρόμος σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Και εγώ τώρα να παίζω τη ζωή μου για να μεταφέρω τα σταφύλια στη κορφή.

Στο δρομολόγιο ένιωθα ανατρίχιασμα και πατούσα συνέχεια φρένο ώστε να εξετάζω τον δρόμο με το μάτι.

-Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα,

Σκέφτηκα, και έλεγα μέσα μου,

-γιατί ήρθα σε δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωνόμουν τι θα γινόταν; Είχα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα έμεναν ορφανά. 

Καθώς αναμετρώντας την απόσταση και τον κίνδυνο και φοβούμενος ότι ο δρόμος δεν θ’ αντέξει, άκουγα το δρόμο να τρίζει από το βάρος του μεγάλου φορτίου, αλλά προχωρούσα μέτρο με μέτρο. Και από τη θέση του οδηγού έβλεπα το βάθος του γκρεμού και σε κάθε στροφή άκουγα τους τριγμούς των αναρτήσεων.

Κρακ, κρακ άκουσα σε μια στιμή κάτω απ’ τα πόδια μου το διάζωμα του δρόμου.

-Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν, ψιθύρισα. Θα σκοτωθώ εδώ πάνω,

βλαστήμησα.

Αλλά αμέσως μετάνιωσα και είπα μέσα μου οι βλασφημίες είναι του διαβόλου και παρακάλεσα το Θεό να με βοηθήσει καθώς κάτωχρος σκεφτόμουν πως θάταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθώ πριν της ώρας μου, θα ήταν αμαρτία σκέφτηκα.

-Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νοιώθω την παρουσία του, είπα φωναχτά.

Και κάθε λίγο τράβαγα χειρόφρενο, έγερνα έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγιζα τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά απ το χείλος του γκρεμού που απλωνόταν κάτω, οδηγούσα πόντο πόντο.

Είχα φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινα στο μεγάλο δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί μου, και σε ένα σημείο διαπίστωσα πως ο δρόμος ήταν στενότερος, και αν τον περνούσα ο μισός τροχός θα ήταν στον αέρα. Αν το φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα είχα πρόβλημα, αλλά ήταν πολύ ψηλό και επειδή ο δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να με κατακρήμνιζε.

Ήμουν σε μεγάλο δίλημμα, η ώρα περνούσε και άρχιζε να σουρουπώνει. Το μυαλό μου έσπαγε τι απόφαση να πάρω. Να μείνω εκεί στις ερημιές να νυχτωθώ έως ότου με γυρέψουν; Ή να πάρω την απόφαση και να διακινδυνέψω μήπως με χωρέσει ο δρόμος.

-Θα περάσω με την βοήθεια του Θεού,

αποφάσισα

Έτσι ξεκίνησα και πόντο πόντο προχώρησα, Πόντο στο πόντο πατούσε ο τροχός στην άκρια του γκρεμού με το μισό λάστιχο να είναι σε κενό, και το φορτηγό να γέρνει επικίνδυνα. Με τη ψυχή στο στόμα προχωρούσα, και την απόσταση των πεντέξι μέτρων μου χρειάστηκε ώρα πολλή να τη διανύσω. Πέτρες και χώματα που συνθλίβονταν από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό, έκαναν την αγωνία μου και το φόβο μου να είναι σε μέγιστο βαθμό καθώς άκουγα τους ανατριχιαστικούς θορύβους της κατωλίσθησης.

Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Με το αμάξι να γέρνει επικίνδυνα από το ψηλό φορτίο και με τη ψυχή στο στόμα, κατάφερα επιτέλους να περάσω το επικίνδυνο σημείο και να βρεθώ σε ασφαλές σημείο.

-Ευτυχώς τα κατάφερα, σε ευχαριστώ Θεέ μου,

είπα φωναχτά, και έσβησα το αμάξι. Έγειρα στο τιμόνι με ανακούφιση για ώρα πολλή έως η καρδιά μου πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκα και περπάτησα πάνω κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες μου που είχαν μουδιάσει από το σφίξιμο της μεγάλης αγωνίας.

Ανέβηκα πάλι στο φορτηγό, έβαλα πρώτη ταχύτητα, δεύτερη, τρίτη και έπιασα το μεγάλο δρόμο. Έβαλα Τετάρτη και ανέπτυξα ταχύτητα. Η καρδιά μου φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχα καταφέρει.

Καθώς οδηγούσα σκέφτηκα αν άξιζε τον κόπο για το κέρδος να διακινδυνέψω τόσο πολύ. Τόλμησα το εγχείρημα καθώς τα σταφύλια που φόρτωσα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήμουν σίγουρος ότι θα τα πωλούσα εύκολα στο παζάρι. Αλλά τι να έκανα τέτοια κέρδη με τέτοιο αντίτιμο; Κάλιο λιγότερα και σίγουρα σκέφτηκα. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην επιχειρούσα ξανά τέτοιο ρίσκο.

Την άλλη μέρα στο παζάρι πούλησα τα σταφύλια με μεγάλο κέρδος. Στην επιστροφή σε όλο το δρομολόγιο και εκ του ασφαλούς πλέον, το μυαλό μου ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνες του κινδύνου που διέτρεξα και αποφάσισα πως ο Θεός σίγουρα με αγαπούσε και με πρόσεχε και με γλίτωσε από εκείνο τον μεγάλο κίνδυνο. 

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ο Ττοουλής ήταν ένας αθκιασερός τεμπέλης που την άραζε στο καφενείο όλη μέρα, και έκανε τράκα καφέδες και τσιγάρα. Καλόπιανε τους χωριανούς με κομπλιμέντα και γαλουφίες, και καθώς ήταν έξυπνος και αστείος, ο χωριανοί τον συμπαθούσαν και τον κερνούσαν.
Έναν καιρό λοιπόν, για λίγο καιρό, λίγες μέρες, τόσο κράτησε η πρωτοφανής κατάσταση, ο Ττοουλήςς καθισμένος στο καφενείο, όποιος έμπαινε μέσα τον κερνούσε καφέ.
-Φέρε ένα καφέ στο φίλο μου,

Έλεγε στον καφετζή.

 Όλοι έκπληκτοι, τον ρωτούσαν πώς στα ξαφνικά απόχτησε χρήματα. Και αυτός τους απαντούσε πώς του τα έστειλε ένας θειός του από την Αυστραλία.
Οι χωριανοί του έδωσαν συχαρίκια και τον επαίνεσαν γιατί τώρα που είχε χρήματα ήταν ανοιχτοχέρης.

Πέρασαν λίγες μέρες και ο παπάς διαπίστωσε πώς οι εισπράξεις στο παγκάρι κάθε Κυριακή ήταν μειωμένες από άλλες φορές. Τις πρώτες φορές σκέφτηκε πως ήταν τυχαίο, αλλά πονηρός σαν παπάς που ήταν, δεν άφησε το ζήτημα χωρίς να το ψάξει. Την εκκλησία μετά από κάθε λειτουργία ή εσπερινό την κλείδωνε ο ίδιος, ώστε μάλλον δεν μπορούσε κλέφτης να μπει μέσα. Όμως από την άλλη ήξερε πως οι χωριανοί έριχναν χρήματα στο παγκάρι με την καρδιά τους, ώστε δεν δικαιολογείτο η συνεχιζόμενη μείωση του τζίρου.

Έψαξε το ζήτημα επισταμένα ελέγχοντας πόρτες και παράθυρα και ανακάλυψε πως μετά τη λειτουργία της Κυριακής κάποιος κατέβαζε το χερούλι ενός παραθύρου.
Συμπέρανε λοιπόν πως το έκανε κάποιος επιτήδειος κλέφτης ώστε τη νύχτα έμπαινε μέσα και αφού έπαιρνε κάποια χρήματα, όχι όλα για να μην κινήσει υποψίες, έφευγε κλείνοντας το ώστε σε κανενός το μυαλό να μην περάσει υποψία.

 Έτσι κατά τη πρωινή λειτουργία παρακολούθησε ποιοι ήταν κοντά στα παραθύρια, και όταν όλοι έφυγαν από την εκκλησία, τα έλεγξε όλα. Βρήκε ένα παραθύρι με το χερούλι κατεβασμένο, και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο δράστης.
Αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα. Σαν ιερέας δεν ήθελε να τον καταδώσει, απλά να τον τιμωρήσει ώστε να σταματήσει την ανίερη πράξη της κλοπής των ιερών χρημάτων από το παγκάρι.

Ο Ττοουλής ήταν φτωχός και άνεργος καθώς βαριόταν να δουλεύει, και πίστευε πως αν έπαιρνε λίγα χρήματα από το παγκάρι δεν θα έλειπαν από την εκκλησία καθώς όλοι γνώριζαν την τεράστια οικονομική ευρωστία που είχε η Αυτοκέφαλος εκκλησία της Κύπρου από έσοδα ιδιόκτητων ξενοδοχείων και επιχειρήσεων. Εξ άλλου δεν σήκωνε όλα τα χρήματα, αλλά ένα μικρό μέρος απλά για να κερνά καφέδες στους φίλους του. Ήταν σίγουρος πως ο Θεός δεν θα θύμωνε μαζί του καθώς ήταν φιλεύσπλαχνος και ήταν ελεήμων στους φτωχούς. Έτσι με ελαφρά τη συνείδηση έμπαινε κάποια βράδια στην εκκλησία και έπαιρνε μερικά νομίσματα από το παγκάρι.

Όμως η κακή τύχη του έλαχε στη κοινότητα να υπηρετεί ένας πονηρός ιερέας που τον πήρε χαμπάρι. Έτσι μια κακή βραδιά για λόγου του, μια Κυριακή μεσάνυχτα την ώρα που ξαμώθηκε να πάρει λεφτά από το παγκάρι, σαν κεραυνοί ακούστηκαν μέσα στην εκκλησία κρότοι και θόρυβοι δυνατοί και συνεχείς, όπως να ξεκίνησε μια δυνατή καταιγίδα εντός του ναού με τους κεραυνούς να πέφτουν με αχούς στριγκούς και πολλή φασαρία.

Η αναπνοή του κόπηκε και το μυαλό του μούδιασε. Χωρίς βούληση να το βάλει στα πόδια, έμεινε ακίνητος και χασκιασένος με βλέμμα απλανές σαν ένα άγαλμα μη μπορώντας ούτε τα βλέφαρα να ανοιγοκλείσει. Πίστεψε πως τελικά ο Θεός δεν ήταν ελεήμων με τους κλέφτες, αλλά ως ευεργέτης της δίκαιης και αληθινής ζωής, ήταν επίσης τιμωρός των άδικων πράξεων και ενεργειών. Έτσι σίγουρος πως έστειλε κάποιο τιμωρό Αρχάγγελο για να τον τιμωρήσει, έμεινε χασκιασμένος να περιμένει την δίκαια Θεϊκή τιμωρία.

Ο παπάς που ήταν κρυμμένος και χτύπησε τους σκάμνους για να τον ξιππάσει και να τον τιμωρήσει κάνοντας τον να φοβηθεί ώστε τοιουτοτρόπως να σταματήσει την αποτρόπαια πράξη του κλέβειν εκκλησία, όταν βλέποντας τον σαν στήλη άλατος να μένει μια σκιά στο μισοσκόταδο, σκέφτηκε πως ίσως από τον τρόμο που πήρε, είχε ξιππαστεί πέραν του δέοντος. Άναψε μια λαμπάδα και τον πλησίασε. Πράγματι είδε το πρόσωπο του σοκαρισμένο και παραμορφωμένο από την το φόβο. Τον λυπήθηκε και του είπε να συνέλθει, και πως δεν θα τον κατέδιδε, απλά του έδωσε ένα μάθημα, και πως έπρεπε να μετανοήσει και αυτός θα τον συγχωρούσε.
Όμως ο άμοιρος Ττοουλής έμενε ακίνητος σοκαρισμένος και χασκιασμένος μη αντιδρώντας στις παραινέσεις του παπά, έτσι ο παπάς για ώρα του μιλούσε ήρεμα παροτρύνοντας τον να συνέλθει και να πάει να κοιμηθεί και όλα θα ήταν καλά όπως πριν.


Στις μέρες που ακολούθησαν, οι χωριανοί αναρωτιούνταν τί απόγινε ο Ττοουλής και χάθηκε από προσώπου γης. Δεν ξαναφάνηκε στον καφενέ, ούτε κανείς τον έβλεπε να κυκλοφορεί. Όταν τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του για να ιδούν μήπως είχε αρρωστήσει, συνάντησαν έναν άλλο Ττοουλή, που δεν μιλούσε, που έδειχνε χασκιασμένος, ένα ήσυχο ανθρωπάκι χωρίς βούληση, που δεν έλεγε πλέον αστεία, ούτε εξυπνάδες.

Τι να είχε πάθει, αναρωτήθηκαν.

Όμως μόνο ο παπάς ήξερε. Πολύ στεναχωρημένος για το κακό που προκάλεσε, και χωρίς να ομολογήσει στους χωριανούς το συμβάν για να μην τον εκθέσει ως κλέφτη, από εκείνο τον καιρό τον επισκεπτόταν ταχτικά και του έδινε κουράγιο, και με συμβουλές και καλά λόγια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπαιρνε επίσης ο ίδιος χρήματα από το παγκάρι και του ψώνιζε τα προς το ζειν, καθώς και για χαρτζιλίκι.


Όταν μετά από μέρες ο Ττουλής συνήλθε, δεν άφησε τον παπά να το καταλάβει. Σκέφτηκε πως όπως αυτός τον τιμώρησε, έτσι τώρα και αυτός θα τον τιμωρούσε, αφήνοντας τον στην άγνοια και βουτηγμένο στις τύψεις, έτσι που τα χρήματα από το παγκάρι να του τα φέρνει ο ίδιος ευλογημένα, χωρίς να χρειάζεται να τα κλέβει.
 

Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ

Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε.

Παλιά τον καιρό της Τουρκοκρατίας, ο Σιαμμάς, ένας Έλληνας Κύπριος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 καθώς συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.

Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τότε και πλέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό Σιαμμά.

Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.

Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα. 

Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά ήταν φοβισμένα, τα φυτά έγερναν και πέθαιναν από την κρυότητα. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.

Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά.

Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαψε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…

Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε στον παραστατό με ένα μονότονο ήχο.

Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος…

Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται με τρομαχτική ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα και μέσα στην ύλη. Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία του θανάτου του, ήταν ευχάριστη και εμπειρική. Ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…

Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…

Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.

Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος. 

Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος που παντρεύτηκε την Έρχαρη, η Αργυρή Τσιυπρή, η ΧατζιηΕλενούα η μαμμή, η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της, και στερνοπαίδι ο Κυριάκος πατέρας της Ελεγγούς του Ερωτόκριτου.

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΧΡΥΣΟΜΕΣΟΓΕΙΩΤΙΣΣΑ 

Ορισμένοι πιστοί Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι πολλά από τα θαύματα της Παναγίας είναι μια διαρκής πρόσκληση της Θεοτόκου προς τους μουσουλμάνους κυρίως, για να προσέλθουν στο χριστιανισμό. Απόδειξη για τον ισχυρισμό τους αναφέρουν ότι σε περιοχές όπου συνυπάρχουν και οι δύο θρησκείες, οι μουσουλμάνοι γίνονται αποδέκτες θαυματουργικών παρεμβάσεων της Παναγίας.

Μια τοπική παράδοση αναφέρει ότι σε κάποιο βάτο κελαηδούσε καθημερινά μια πέρδικα που ενοχλούσε τους Τούρκους της περιοχής, που αποφάσισαν να την σκοτώσουν. Επειδή όμως δεν τα κατάφεραν, έκαψαν τη βάτο και μέσα στη στάχτη της βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Χρυσελεούσας. Εκεί κτίστηκε από τους Χριστιανούς μικρό πλίνθινο προσκυνητάρι όπου τοποθετήθηκε.

Μια μέρα πέρασε από το σημείο εκείνο ένας Τούρκος κρατώντας δυο γομάρια λάδι. Όταν είδε το προσκυνητάρι της Παναγίας είπε κοροϊδευτικά,

-Παναγία φανερωμένη με τους πλίθους είσαι χτισμένη;

Εκείνη τη στιγμή έχασε το φως του.

Μια χριστιανή που ήταν μάρτυρας του γεγονότος, είπε στον Τούρκο να ζητήσει συγχώρεση και να δώσει το λάδι προσφορά στην Παναγία για να ξαναδεί το φως σου. Πράγματι, μόλις ο Τούρκος ζήτησε συγχώρεση ξαναβρήκε το φως του. 

Ένα άλλο περιστατικό που είναι ιστορικό γεγονός και υπάρχουν μαρτυρίες ότι έχει συμβεί, συνέβηκε στο χωριό της Μεσόγης της Πάφου και έχει σχέση με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της ΧρυσοΜεσογειώτισσας.

Η Κύπρος έχει περάσει πολλές ανομβρίες κατά καιρούς και πάντα όποτε συμβαίνει αυτό, οι άνθρωποι εναποθέτουν την πίστη τους στο Θεό για να τους βοηθήσει. Ένα παλαιόν καιρόν, στο χωριό της Μεσόγης, ο παπάς κάλεσε τους χωριανούς να κάμουν παράκληση στην Παναγία την ΧρυσοΜεσογειώτισσα και να την γυρίσουν λυτή σε όλο το χωριό, ίσως και οι παρακλήσεις τους εισακούονταν και έστελλε ο Θεός βροχή.

Εκείνη την εποχή το χωριό ήταν μικτό με Έλληνες και Τούρκους. Στην κάτω μεριά της εκκλησίας προς την πλευρά του Κτημάτου, ήταν η γειτονιά με τους Μουσουλμάνους. Την ώρα της περιφοράς της εικόνας της Παναγίας, ένας Τούρκος μειδιώντας ειρωνικά, είπε σιγανά σε έναν άλλο Τούρκο,

-Κοίταξε τους χριστιανούς, κρατούν ένα κομμάτι ξύλο και το γυρίζουν σαν τους πελλούς πως έν να γινεί θαύμα.

Και το θαύμα συνέβηκε στη στιγμή. Από το εικόνισμα ένα μικρό κομμάτι ξύλο αποκόπηκε, και με δύναμη εκσφενδονίστηκε  στο μάτι του Τούρκου που είχε βλασφημήσει και του τον τύφλωσε. Έμεινε για πάντα τυφλός, γιατί κανείς δεν του εξήγησε να ζητήσει συγχώρεση και ίσως η Παναγία να του ξανάδινε το φως.

Ύστερα από το περιστατικό, αλλά και στα χρόνια που πέρασαν, όσοι δοκίμασαν να κολλήσουν το αποκομμένο κομμάτι στην εικόνα, δεν μπόρεσαν. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας ίσως το απέβαλλε γιατί ήρθε σε επαφή με αυτόν που την βλασφήμησε χωρίς ύστερα να μετανιώσει.

Η εικόνα με το αποκομμένο μέρος σήμερα ευρίσκεται στο τέλος του δεξιού εικονοστασίου της καινούργιας εκκλησιάς του αποστόλου Βαρνάβα, όπου την επισκέπτονται πολλοί ευσεβείς για να ζητήσουν τη χάρη της. 

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

Αγιά Μαρίνα τσιαι τσιυρά που ποτσιοιμίζεις τα μωρά

ποτσιοίμιστο μωρούϊ μου τσιαι το μιτσικουρούϊ μου

επαρτο πέρα γύριστο τσιαι πάλε στράφου φέρμου το

τσιαι πάλε στράφου φέρμου το, γιατί εν μωρό τσιαι θέλω το

έπαρτο πέρα των περών, τσιει πόσιει καθαρό νερό

να πλύνει τα ρουχούθκια του τσιαι τα πουκαμισούθκια του

να κάμει νάννι, νάννι του τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του

τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του, να κάμει νάννι, νάννι του

να κάμει νάννι, νάννι του, να κάμει νάννι, νάννι του 

Εκεί που τελειώνει η Χλώρακα και αρχίζει το χωριό της Λέμπας, ο μύθος λέγει πως υπάρχει η σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας γεμάτη από χρυσάφι και αμύθητους θησαυρούς καλά σκεπασμένη μέσα στη γη, και καλά προφυλαγμένη κανένας να μην την βρει. Λέγει ο μύθος πως, κάθε αφτά χρόνια ανοίγει για λίγες στιγμές η γη, και η σπηλιά φανερώνεται και το χρυσάφι ζαλίζει τα μάτια.

Λέγει ο μύθος πως, μια βαριά κατάρα την προφυλάσσει και όποιος πρώτος την αντικρύσει, πεθαίνει αμέσως. Λέγει ακόμα ο μύθος πως, θα φανερωθεί σε χρόνια και καιρούς μόνο με το θέλημα του Θεού, όταν η ίδια η Αγία το θελήσει, καθώς έχει ταγμένο τον θησαυρό να χρησιμοποιηθεί για να λευτερωθεί η εάλω πόλη. 

Κάποτε πριν χρόνια και καιρούς, στον ίδιο τόπο είχε το παλάτι του ένας άρχοντας Σαρακηνός και διαφέντευε όλη την περιοχή. Ήρθε με ένα πλοίο μια φορά για να κουρσέψει, και αντικρίζοντας τον όμορφο τόπο τον αγάπησε και εγκαταστάθηκε για πάντα.

Αγάπησε και μια όμορφη κοπέλα, και την παντρεύτηκε. Όταν έκαμαν ένα παιδί, γέμισε το σπίτι τους χαρά και ευτυχία. Και ήταν τόση η ευτυχία τους που γέμιζε την καρδιά τους καλοσύνη, ώστε με πολλή αγάπη συμπεριφέρονταν στους δούλους τους και στους άλλους φτωχούς ανθρώπους γύρω τους. 

Αλλά δυστυχώς μια μέρα, το μονάκριβο παιδί τους άρχισε να κλαίει νύχτα και μέρα χωρίς σταματημό, σάμπως να είχε ένα μεγάλο πόνο που το βασάνιζε. Το γύρεψαν σε γιατρούς και μάγους, σε μουφτήδες και παπάδες, αλλά περνούσε ο καιρός και το μικρό παιδί δεν έβρισκε γιατριά.

Ώσπου μια ευλογημένη μέρα, μια καλογραία περαστική που ζήτησε νερό να πιει. Ο άρχοντας τη φιλοξένησε και την περιποιήθηκε. Και αυτή αφού γνώρισε τον πόνο που είχε στην καρδιά, του είπε πως θα βοηθήσει και με τη χάρη της Αγίας Μαρίνας, θα γιάνησκε το μικρό μωρό.

Έτσι εγκαταστάθηκε στο πλούσιο σπίτι και με τις ώρες σιμά στην κούνια νανούριζε το μωρό με το τραγούδι της Αγιάς Μαρίνας. Το μωρό άκουγε το τραγούδι και σταματούσε να κλαίει, και αποκοιμιόταν. Και έγινε καλά, και η ευτυχία ξαναγέμισε το σπιτικό του άρχοντα.

Και όταν έγιανε το παιδί, η καλή Καλογριά είπε να φύγει. Όμως ο άρχοντας την ήθελε κοντά του, γι αυτό την παρακάλεσε και της έταξε να της κτίσει μια εκκλησιά για να λειτουργείται, και ο ίδιος να βαφτιστεί Χριστιανός. Και η καλογριά δέχτηκε, και ο άρχοντας έκαμε ότι της έταξε.

Το θαύμα διαδόθηκε και το εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας έγινε γνωστό στην οικούμενη, και πλήθη πιστών που είχαν πρόβλημα με τα μωρά τους έτρεχαν να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν.

Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαιναν δεξιά στον άρχοντα, και τα πλούτη από τα τάματα των πιστών μαζεύονταν και δεν τα χωρούσε το μικρό εκκλησάκι. Έκτισε λοιπόν μια μεγάλη σπηλιά μέσα στη γη και όλα του τα πλούτη καθώς και τα τάματα της Αγίας, φυλάγονταν μέσα. Φύλακα και θησαυροφύλακα, όρισε την καλή καλογριά που με πολλή αγάπη φρόντιζε την οικογένεια και την εκκλησιά. 

Τα χρόνια πέρασαν, ο άρχοντας πέθανε, το παιδί μεγάλωσε, πέρασε κι άλλος καιρός, πέθανε και αυτός. Να μην τα πολύ ιστορώ, έζησαν τρεις γενιές απόγονοι και βάλε, η Καλογριά χωρίς καθόλου να γερνά ζούσε μαζί τους, και φύλαγε τα υπάρχοντα τους μέσα στη σπηλιά που είχε ξεχαστεί απ όλους.

Μια φορά λίγο καιρό πριν το μεγάλο σεισμό  το 1347, ένας από τους απογόνους αρρώστησε βαριά, και η καλογραιά, είδε στον ύπνο της την Αγία Μαρίνα να την προστάζει να σφραγίσει τη σπηλιά τη γεμάτη χρυσάφι και να την αφήσει τάμα σε αυτήν παντοτινά, Έτσι έκαμε, και το παιδί έγινε καλά.

 Όμως η φανέρωση της Αγιάς Μαρίνας δεν ήταν τυχαία, καθώς εκείνη τη χρονιά ένας μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα, που ισοπέδωσε τα πάντα, και ταυτόχρονα ένα φοβερό μεγάλο τσουνάμι σηκώθηκε και έσπρωξε ένα μεγάλο παλιρροιακό κύμα που σκέπασε όλη τη χαμηλή γη.   

Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και το τσιφλίκι των αρχόντων χάθηκαν για πάντα, και όλοι οι κάτοικοι της χαμηλής γης πέθαναν από το σεισμό, και από το μεγάλο κύμα της θάλασσας. Και όσοι λίγοι έζησαν, οι περισσότεροι πέθαναν και αυτοί από το μαύρο θάνατο την πανούκλα που συνέβηκε τον ίδιο καιρό, που ακολουθώντας μια θανατερή πορεία αφάνισε τον μισό πληθυσμό της Κύπρου.

Ήταν μια φοβερή καταστροφή που συνέβηκε ένα ζεστό καλοκαίρι του 1347, που ο σεισμός κατάστρεψε τα πάντα, το παλιρροιακό κύμα σκέπασε όλη την παραλιακή γη, και κατέστρεψε ολοσχερώς όλες τις φυτείες και τα κτίρια.

Το μεγάλο κύμα έφτασε μέχρι τα υψώματα, και υποχωρώντας δεν άφησε τίποτα, τα σάρωσε όλα από προσώπου γης. Από τότε έμεινε ο θρύλος της χρυσής σπηλιάς που είναι καλά κρυμμένη μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, όπως έταξε ο θεός και η Αγιά Μαρίνα. 

ΘΑΥΜΑ ΙΔΕΣΘΑΙ 

Σε περασμένους αιώνες η χρήση

της καμήλας στην Κύπρο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ως μέσο διακίνησης και μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στη Κύπρο εισήχθη το είδος με τη μια καμπούρα κατά τον 13ο -14ο αιώνα. Σαν ζώο που τρέφεται με αποξηραμένα χόρτα και τρυφερούς κλώνους, η διατροφή του στοίχιζε ελάχιστα και η χρήση του ήταν μεγάλη. Έτσι πολλοί κάτοικοι είχαν καμήλες που τις χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες τους, ή ως πάρεργο για μεταφορά προϊόντων επί πληρωμή, είτε ως κύριο επάγγελμα.

Στη χλώρακα ζούσε η οικογένεια του Αχιλλέα Χατζιη Αχιλλέως, πρόγονος των ξακουστών Καραγκιοζοπαίχτη Πάφιου και βιολιστή Αντωνή Βλόκκου.

Ένας άλλος απόγονος του ο Χαμπής, είχε το επάγγελμα του καμηλιέρη και χρησιμοποιώντας δυο καμήλες τις οποίες φόρτωνε εξακίλες με άχυρο, ως πράτης, περιδιάβαινε τα γύρω χωριά και το μεταπωλούσε.

Μια μέρα στην επιστροφή του που γύρισε ενωρίς, παλούκωσε τις καμήλες στην αυλή, και ξάπλωσε να ξεκουραστεί λίγη ώρα και να σηκωθεί να τις φορτώσει ξανά να μεταφέρει ένα φορτίο στο διπλανό χωριό της Έμπας καθώς η μέρα ήταν μεγάλη και είχε στη διάθεση του αρκετή ώρα ώσπου να σουρουπώσει.

Ένα πουλαράκι όμως μικρό που είχε, έτρεχε πάνω κάτω έξω από το παράθυρο κάνοντας φασαρία και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Φώναξε λοιπόν στο γιο του τον Γιαννή να το δέσει και να το σιηνιάσει, αφήνοντας του και μια παραγγελιά, σε μια ώρα να τον ξυπνήσει.

Ο Γιαννής πολύ μικρόν παιδί επτά ετών που είχε το νου του να φύγει να βρει τους φίλους του να παίξει, με σβελτάδα και βιάση πέρασε ένα σχοινί στο λαιμό του πουλαριού, να το δέσει μάνι μάνι και να φύγει. Δεν έβρισκε παλούκι όμως, ούτε ένα δένδρο στην αυλή, και καθώς βιαστικός, βαρέθηκε να πάει μακριά να βρει μια πέτρα ή ένα θάμνο, έτσι έκοψε ο νους του να το δέσει πάνω στη κατσούνα της καμήλας που ήταν ξαπλωμένη στη γη και αναπαυόταν.

Οι κατσούνες ήταν ξύλινες κατασκευές σε σχήμα νι στη πάνω μεριά που τοποθετούσαν στη ράχη της καμήλας μια εμπρός από την καμπούρα και μια πίσω, δεμένες και στερεωμένες με ποτσιηλίτες (σχοινιά) κάτω από την κοιλιά του ζώου. Και ανάμεσα πάνω τους τοποθετούσαν τα φορτία, έτσι ασφαλισμένα να μην πέφτουν, τα κουβαλούσαν με ασφάλεια.

Η ώρα πέρασε γρήγορα, και ο Γιαννής καθηκόντως, παράτησε το παιχνίδι και τους φίλους του, και έσπευσε να ξυπνήσει τον πατέρα του.

Μπήκε στην αυλή και η καρδιά του πήγε να σταματήσει βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα που συνέβαινε μπροστά του. Η καμήλα ήταν όρθια στα πόδια της, και από την κατσούνα της στη ράχη οπου πάνω είχε δέσει το μικρό πουλάρι, αυτό σπαρταρούσε κρεμασμένο και σχεδόν ξεψυχισμένο.

Έτρεξε με μιας στο σπίτι και άρπαξε ένα μαχαίρι, και με βια έκοψε το σχοινί, αλλά το άψυχο κουφάρι του ζώου έπεσε στη γης, ακίνητο πλέον και πεθαμένο.

Με απελπισία το μικρόν παιδί, με ανάμικτα συναισθήματα, άρχισε γοερά να κλαίει, και τα αναφιλητά του  αν κάποιος τα άκουγε, θα του ράγιζαν τη καρδιά.

Αγαπούσε το πουλαράκι, ήταν το φιλαράκι του, η συντροφιά του. Καθημερινά έπαιζαν και χαριεντιζόντουσαν, και έτρεχαν ποιος να προσπεράσει ποιόν.

Ήταν τόσο όμορφο και χαριτωμένο, τόσο έξυπνο και χαρωπό, ναι, το αγαπούσε πολύ. Και τώρα κειτόταν άψυχο στο χώμα, το ίδιο όμορφο όπως ήταν ζωντανό, αλλά ακίνητο χωρίς πνοή, χωρίς ζωή. 

Ήξερε πως θα έτρωγε πολύ ξύλο από τον πατέρα του, και πως θα του επέβαλλε μεγάλη τιμωρία. Αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε, καλά θα του έκανε, άξιζε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί σκληρά. Έφταιγε αποκλειστικά, δεν έκοψε ο νους του, και τώρα γι αυτή την απερισκεψία του το καημένο το πουλαράκι κειτόταν καταγής ακίνητο και νεκρό.

Για ώρα πολλή πνιγμένος στα αναφιλητά έκλαιγε πάνω από το μικρό ζώο. Δεν σκέφτηκε να πάει να ξυπνήσει τον πατέρα του να πάει δουλειά ή για να υποστεί την τιμωρίαν του, δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά μόνο η μεγάλη θλίψη του έτρωγε και του έσκιζε τα σωθικά.

Όταν σε κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα ψηλά να ρωτήσει το Θεό γιατί επέτρεψε να γίνει ένα τόσο μεγάλο κακό, το βλέμμα του τυχαία έπεσε στα χωράφια πιο πέρα, σε μια πέτρα πελεκημένη λαξευτή που έστεκε όρθια και ξεχώριζε. Οπου μέσα στο κούφωμα της υπήρχε ένα εικόνισμα της Αγίας Μαρίνας και ένα καντήλι αναμμένο για τη χάρη της.

Εκεί, παλιά πριν αιώνες όπως έλεγαν οι χωριανοί, είχε κτισμένη μια εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας, που χάλασε από ένα καταστροφικό σεισμό. Αλλά οι ευσεβείς πιστοί που δεν μπόρεσαν να την ξανακτίσουν, από τότες, άναβαν ένα καντηλέρι μέρα και νύχτα έως και σήμερα για την μνήμη της Αγίας.

Το μυαλό του στην απόγνωση του, αμέσως στράφηκε εκεί. Γνώριζε πως η αγία Μαρίνα ήταν η προστάτιδα των παιδιών, και πως ίσως αν την παρακαλούσε, τον βοηθούσε και αυτόν ως παιδίν μικρόν που ήταν. Ήξερε πως ήταν θαυματουργή, η φήμη της ήταν ξακουστή, γιατί λοιπόν να μην προσπαθήσει;

Με βήμα που δεν έσωνε καθώς του είχαν κοπεί τα ύπατα από τη στεναχώρια, πήγε, γονάτισε στο εικόνισμα και με ελπίδα την παρακάλεσε να δείξει τη χάρη της. Έμεινε γονατισμένος πολλή ώρα, και ύστερα με βήμα πάλι συρτό, στράφηκε να πάει πίσω. Και ώ τι θαύμα, από μακριά μέσα στην αυλή είδε τις καμήλες να στέκουν, και δίπλα τους το πουλαράκι όρθιο. Με αφάνταστη χαρά και αναζωογονημένες δυνάμεις, άνοιξε το βήμα και τρεχτός έτρεξε εκεί, και ναι, το θαύμα έγινε, το πουλάρι αναστήθηκε. Με συγκίνηση το αγκάλιασε από το λαιμό και για πολλή ώρα έκλαιγε και δόξαζε την Αγία Μαρίνα. 

Προχτές στο καφενείο με τον Γιαννή που τώρα ήταν 82 ετών πλέον, καθόμασταν και μου έλεγε την ιστορία. Και ισχυριζόταν πως όποιος πραγματικά πιστεύει στα θαύματα, αυτά συμβαίνουν.

Και εγώ δύσπιστος, τον ρώτησα αν σίγουρα το πουλαράκι είχε πραγματικά πεθάνει, ή μήπως έτσι νόμισε ο ίδιος, ή ίσως αυτό μόνο φήρτηκε και ξαναβρήκε τις αισθήσεις του; 

Ο ΣΤΟΙΣΕΙΟΜΕΝΟΣ 

Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο Παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.

 

Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην Ελλάδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Στην επιστροφή τους στη Κύπρο, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων καθώς ακόμα η Κύπρος τελούσε υπό Τουρκική κατοχή.

Μισούσε τους Τούρκους και κατά τη διάρκεια της επανάστασης τους πολέμησε βάναυσα, και τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους.

Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.

Στην Κύπρο όμως δεν υπήρχε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο βλοστρό και αγριωπό, και στο στόμα λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνωρίζοντας τη φήμη του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.

Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάζει.

Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να αρνηθούν.

Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη τον ημέρεψε και έγινε ανθρώπινος και προσιτός. Άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.

Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια. Ένα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε καν στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.

Πέθανε ο χασάπης μια μέρα, όταν τον πρόδωσε η καρδιά του. Ένα απόγευμα που γυρνούσε από τη δουλειά, σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν. 

Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως. 

Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, εξομολογήθηκε φοβισμένη στον παπά ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.

Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που συνήθιζε εν ζωή, γι αυτό να μην ανησυχεί, μετά το σαρανταήμερο η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό.

Όταν όμως πέρασαν κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πώς τον ξανάδε να τσαπίζει.

Τότε σκέφτηκε ο παπάς πως κάτι άλλο συνέβαθνε, και άρχισε Αγιασμούς και ξόρκια στο σπίτι, στην αυλή και στον τάφο. Αλλά μάταια, οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.

Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβήθηκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και  τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους.

Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους, ίσως ο πεθαμένος να στοίχιωσε. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.

Έτσι με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς αποσύνθεση, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, στοιχιό του Σατανά.

Ξώρκισε λοιπόν το πτώμα, και άκαμε αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια ώστε να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να λιώσει. Και ξανασκέπασαν το, τάφο.

Πέρασε λίγος καιρός, η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι πίστεψαν πως έπιασε ο εξορκισμός.

Ώ, κακή μοίρα όμως, κάποια μέρα βρέθηκε σε μια ρεματιά νεκρός ένας χωρικός με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο, και στον επόμενο καιρό στα περίοικα χωριά άλλοι δύο.

Ήταν φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί δεν έπιασαν. Ήταν φανερό πως ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον κριματισμένο.

Έτσι ο Παπαγιάννης με τον νεκροθάφτη, μια σκοτεινή νύχτα να μην τους βλέπει κανείς, έσκαψαν ξανά τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.

Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, σε ένα μέρος ερημικό, σε απάτητα βουνά, και μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους.

 

Έτσι δόξασι ο Θεός, από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά, το κακό σταμάτησε και οι άνθρωποι ξαναβρήκαν την ηρεμία τους. 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ

Ο Χριστός είναι γυμνός κι αν το βρίσκεις άσεμνο είναι γιατί δεν ξέρεις ότι η αλήθεια δεν χρειάζεται κανένα ρούχο για να κρυφτεί διότι δεν ντρέπεται αν ενοχλεί την υποκρισία των ανθρώπων, γιατί είναι μόνο αυτό που είναι κι όχι αυτό που θέλει να φανεί, είναι μόνο ουσία και αδιαφορεί για την υποκρισία.

(Ν. Λυγερός) 

Σε όλες τις Αγιογραφήσεις ο Χριστός βαπτίζεται φέροντας συνήθως κάποιο άσπρο ρούχο στη μέση ενώ το δεξί ή και τα δύο του χέρια ευρίσκονται ανατεταμενα σε θέση ευλογίας.

Και ενώ κατά τους συνηθέστερους Αγιογραφικούς τύπους έχουμε τον Χριστό να βαπτίζεται ενδεδυμένος με λευκό ρούχο στη μέση, κάποιες φορές τον ευρίσκουμε κατά τα παλαιά πρότυπα εντελώς γυμνό.

Δύο σπάνιες τοιχογραφίες με το Χριστό να βαπτίζεται εντελώς γυμνός, ευρίσκονται μία στο μικρό αρχαίο ναό της Παναγίας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα, καθώς και άλλη μία στην αρχαία εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου.

Είναι σπάνιες τοιχογραφίες ανά τον κόσμο που καθώς ίσως ένεκα της υποκριτικής ηθικολογίας ώθησε τους αρχιερείς της Ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας να θεωρήσουν τη γύμνια ως προκλητική για τους πιστούς, και έτσι οι Αγιογράφοι έπαυσαν να αναπαριστούν το χριστό με Αδαμιαία περιβολή.

Οι δύο εκκλησίες είναι Βυζαντινού ρυθμού μάλλον ενάτου αιώνα καθώς ξέρουμε πως η τεχνοτροπία της βαπτίσεως του Χριστού χωρίς ένδυμα, ήταν από Ρώσους Αγιογράφους που επεκράτησε από τον έκτο μέχρι τον ένατο αιώνα.
Στις δύο αυτές εκκλησίες εν μέσω άλλων τοιχογραφιών, ξεχωρίζουν αυτές μοναδικές και σπάνιες στον κόσμο, που κατά τα παλαιά πρότυπα ο Χριστός βρίσκεται στον Ιορδάνη ποταμό εντελώς γυμνός, έχοντας λίγο διασταυρωμένα τα πόδια του με σκοπό να καλύψει το φύλο με ελαφριά στροφή.

Εξέχουσες απο τις άλλες Αγιογραφίες ως προς την τεχνοτροπία και την καλλιτεχνική τους αξία, παριστούν το Χριστό να στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα, αποδίδοντας τοιουτοτρόπως το ένδοξο ένδυμά του Παραδείσου με το οποίο θα έπρεπε να ενδύεται η ανθρωπότητα. Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του να βαπτιστεί από το Ιωάννη, αλλα και για να κρυψει την γύμνια του η οποία αισχύνει ίσως τις σκέψεις των αμαρτολών.

Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα, και στην Αγία Παρασκευή στην Γεροσκήπου, ο Χριστός είναι γυμνός, εντελώς γυμνός. Ενώ αλλού του φορούν λευκό ρούχο, σ αυτες τις Αγιογραφίες οι ζωγράφοι χωρίς ηθικολογικές φοβίες και ενδοιασμούς για το γυμνό, σε μια ύψιστη παράσταση του υιού του Θεού, αναπαραστούν τη γύμνια της ανθρωπότητας χωρίς η δική του γυμνότητα να προκαλεί, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως πως δεν είναι προκλητικοί οι δρόμοι που χαράσσει η Εκκλησία μας.

Είναι η ασκητική γυμνή παρουσίαση του σώματος του Θεανθρώπου που ζωγραφισμένος με κατανυκτικές γραμμές, αποτελεί την γυμνή αγιογράφηση της αναβάπτισης του ανθρώπου.

Υ.Γ.
Επίσημα αναφέρεται ότι η εκκλησία της Παναγίας στη Χλώρακα είναι περίπου του 12ου αιώνα, ενώ η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου του 9ου αιώνα. Και καθώς οι ιστορικοί γνωρίζουν πώς η τεχνοτροπία της βαπτίσεως του χριστού εντελώς γυμνού είναι Ρωσσικής προέλευσης μιας τεχνοτροπίας που διήρκησε μέχρι τον ένατο αιώνα, θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου το τμήμα αρχαιοτήτων να αναθεωρήσει την άποψη ότι η εκκλησία της Χλώρακας είναι του δωδέκατου αιώνα και να την κατατάξει και αυτήν ως κτίσμα περίπου του 9ου αιώνα, ή τουλάχιστον να ερευνήσει το θέμα εξ αρχής.
 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ

Οι τοιχογραφίες που αναπαραστούν τη βάπτιση του Χριστού εντελώς γυμνού ειναι πολύ σπάνιες. Είναι Ρωσσικής τεχνοτροπίας που αναπτύχθηκε και ζωγραφίστηκε στις εκκλησίες από Ρώσσους εικονογράφους σπανίως και επί μικρού χρονικού διαστήματος, από τον 6ο αιώνα, μέχρι τον 9ον αιώνα. 

Η δημόσια Βάπτιση του Χριστού εντελώς γυμνού, συμβολίζει την απαλοιφή των μέχρι την ημέρα της βαπτίσεως αμαρτημάτων, και την απαλλαγή από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος. 

Όταν οι Ναΐτες το1192 πώλησαν την Κύπρο  στο Φράγκο Γκι ντε Λουζινιάν πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ, αυτός για να ενισχύσει την εξουσία και τη δυναστεία του, παραχώρησε κτήματα και τσιφλίκια σε ιππότες σταυροφόρους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και απετέλεσαν την ανώτερη τάξη του πληθυσμού.

Ο ελληνικός πληθυσμός παραγκωνίστηκε εντελώς και απετέλεσε τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που μόνο υποχρεώσεις είχαν απέναντι στους αφέντες τους και κανένα σχεδόν δικαίωμα.

Όταν οι Σταυροφόροι το 1204 άλωσαν την Κωνσταντινούπολη, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της πόλης, ένας από αυτούς, λεηλάτησε ένα μεγαλόπρεπο ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία τη Χρυσελεούσα και έκλεψε όσα πολύτιμα υπήρχαν, τα εκποίησε σε χρυσάφι, και πήρε το θησαυρό μαζί του στους Αγίους τόπους όπου πήγε να πολεμήσει.

Και όταν οι Σταυροφόροι στην Ιερουσαλήμ ηττήθηκαν, φόρτωσε τα χρυσάφια του σε ένα πλοίο και κατέφυγε στην Κύπρο, στην Πάφο. Αγόρασε ένα τσιφλίκι και ασχολήθηκε με τη γη, αλλά ταυτόχρονα και με το εμπόριο του μεταξιού. Κατάφερε να αποκτήσει αμύθητη περιουσία, και ανέβηκε θεαματικά τις σκάλες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.

Η εποχή αυτή χαρακτηριζότανι από πλούτο και χλιδή για τους ξένους, και από εξαθλίωση και ανέχεια για τους ντόπιους. Κυρίαρχη ήταν η τάξη των Λατίνων ευγενών, ιπποτών και αρχόντων, των εκκλησιαστικών και των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων.

Η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού ήταν δουλοπάροικοι και ακτήμονες, σκλάβοι σε αυτούς. Πολλοί ανταλλάσσονταν με άλογα, με κυνηγετικά γεράκια ή και με γαϊδούρια.

Έτσι και ο Ναίτης από τη θέση ισχύος που απέκτησε, είχε πολλούς Κύπριους στη δούλεψη του ως εργάτες και σκλάβους στα χωράφια, που τους συμπεριφερόταν απάνθρωπα και βάναυσα, θεωρώντας τους κατώτερους και δουλοπάροικους. Με ασήμαντες αφορμές τους τιμωρούσε χωρίς έλεος με δαρμούς, φυλακίσεις, και φοβερά μαρτύρια.

Οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι Ιεροεξεταστής. Όλοι τον μισούσαν και αντί για προσευχή στο στόμα τους, είχαν κατάρες και ανάθεμα για λόγου του. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον τιμωρήσει, να τον κάνει να πληρώσει για την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και την κακία του.

Οι κατάρες συνήθως πιάνουν στους κακούς και άδικους, και επισύρουν την οργή του δίκαιου Θεού, που σε αυτή την περίπτωση δεν άντεξε την τόση αδικία, και του έστειλε τιμωρία προς ανακούφιση και δικαίωση των αδικημένων.

Ύστερα που πέρασαν χρόνια, ο κακός Ιεροεξεταστής, αισθάνθηκε άγνωστη αρρώστια να τον κυριεύει, που σιγά σιγά χειροτέρευε και τον ταλαιπωρούσε. Τον έριξε στο κρεββάτι, πονούσε το κορμί του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και βασανιζόταν κάθε μέρα και περισσότερο. Όταν για λίγο τον έπαιρνε ο ύπνος, εφιάλτες και άσχημα ονείρατα τον ξυπνούσαν. Νύσταζε και ήθελε να κοιμηθεί, μα δεν μπορούσε. Κατάκοιτος, ακίνητος και άγρυπνος καθώς ήταν, τον έζωναν ειρηνείες και τον κατέτρεχαν, του ενθύμιζαν τις αδικίες και τα κακά που είχε διαπράξει στη προηγούμενη ζωή του.

Είχε καλέσει όλους τους γιατρούς, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον γιάνει. 

Ήταν ένα αφόρητο βάσανο που δεν το άντεχε. Καταλάβαινε ότι ήταν τιμωρία από το Θεό, και ως απέλπιδα προσπάθεια, στράφηκε σε αυτόν, και άρχισε να τον παρακαλά, και έλπιζε να τον βοηθήσει και να τον συγχωρέσει ως ανταμοιβή που γι αυτόν είχε πολεμήσει στους Άγιους τόπους.

Σταμάτησε να καταπιέζει τους εργάτες του, προέβαινε σε καλές πράξεις, ελεούσε τους φτωχούς, αλλά οι δαίμονες και τα βάσανα του συνέχιζαν.

Παρακαλούσε να πεθάνει, να γλυτώσει, δεν άντεχε άλλο το μαρτύριο. Αλλά ο χάρος δεν τον έπαιρνε και τον άφηνε να βασανιέται. Έβλεπε στον ξύπνιο και στον ύπνο του εφιάλτες τρομερούς, και ένας ήταν κυρίως τον βασάνιζε, έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Χυσελεούσης στην Πόλη, να αρπάζει και να λεηλατεί τα ιερά του ναού. Τότες όταν τα έκλεβε, δεν φοβόταν Παναγία και Χριστό, τώρα στη σκέψη αυτή, μια βουή του τριβέλιζε το μυαλό και τον πονούσε αφάνταστα.

Το ίδιο γινόταν κάθε μέρα επί μακρού καιρού, σκέφτηκε η Παναγία η Χρυσελαιούσα που τότες δεν την σεβάστηκε, τώρα τον τιμωρούσε.

Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει άλλο τρόπο μήπως την ημερέψει, και μήπως τον ποσπάσει. Σκέφτηκε όσα πήρε απ αυτήν, να τα δώσει πίσω εις διπλούν, και παραπάνω. Να τα δώσει για τη χάρη της και να του δώσει τη συγχώρεση της.

Αφού λοιπόν ανακάλυψε μια εκκλησία με το ίδιο όνομα στη Χλώρακα, πρόσλαβε Αγιογράφους να την τοιχογραφήσουν. Και την τοιχογράφησαν ολόκληρη και την έκαναν ολόλαμπρη, και μέσα στο ιερό ζωγράφησαν τον Χριστό γυμνό να βαφτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό. Από διαταγή του τον ζωγράφησαν γυμνό θέλοντας να παρομοιάσει με τον εαυτό του που πλούσιος και τρανός ήταν γυμνός στην αρρώστια του, όπως και ο Χριστός ήταν γυμνός και αγνός απέναντι στις αμαρτίες των ανθρώπων…

Ύστερα ζήτησε ένα παπά και βαπτίσθηκε ορθόδοξος Χριστιανός. Και ύστερα ένα πρωί, τον βρήκαν πεθαμένο, ησυχασμένο, ειρηνεμένο και γαληνεμένο.

Ως φαίνεται τον συγχώρεσαν η Παναγία και ο Χριστός, και τον πόσπασαν από τα βάσανα του. 

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ

 (Κυπριακό παραμύθι) 

Ήταν ένας βοσκός που ζούσε μέσα στα λαόνια, και σπάνια κατέβαινε στο χωριό. Μια φορά κατέβηκε στο χωριό, και γιά πρώτη φορά μπήκε μες την εκκλησιά. Μέσα είδε πολλές εικόνες που είχαν μπροστά τους καντήλια και κεριά αναμμένα. Πρόσεξε όμως πως μια εικόνα μαύρη με έναν μαύρο που είχε κέρατα στην κεφαλή, δεν είχε μήτε καντήλι, μήτε κερί αναμμένο. Πήγε στον παπά και του ζήτησε να ανάψει ένα κερί, και αυτός θα το πλερώσει.

 -Όχι του λέγει ο παπάς, δεν του ανάβω κερί γιατί είναι ο διάβολος. Ο βοσκός πήγε στο παγκάρι, έβαλε μια πακίρα και πήρε ένα κερί το οποίον άναψε και τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του διαβόλου.

Την νύχτα στον ύπνο του τον επισκέφτηκε ο διάβολος και του λέει,

 -Σε ευχαριστώ που μου άναψες ένα κερί, γι αυτό θέλω να σου κάνω μια χάρη, τι χάρη επιθυμείς;

-Τίποτα απαντάει ο βοσκός, δεν χρειάζομαι τίποτα.

-Καλά, όμως πάμε έξω να κουβεντιάσουμε λίγο, του ζήτησε ο διάβολος.

Πήγαν έξω να κουβεντιάσουν, αλλά ο βοσκός κατουρήθηκε και κατούρησε στην αυλή.

Το πρωί που ξύπνησε ήταν κατουρημένος πάνω του και ντρεπόταν να σηκωθεί. Η γυναίκα του τον ρώτησε γιατί δεν σηκώνεται να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή, και αυτός της εξήγησε ψέματα πως τη νύχτα ήπιε λίγο παραπάνω και κατουρήθηκε πάνω του.

Την επόμενη νύχτα πάλι του κατέβηκε ο διάβολος και του είπε ξανά τι χάρη θέλει να του κάμει.

 -Τίποτα δεν θέλω από σένα, εψές με έβαλες και εκατούρησα πάνω μου.

-Μα δεν γίνεται, πρέπει οπωσδήποτε να σου κάμω ένα θέλημα, είσαι ο μόνος που μου άναψες ένα κερί, πρέπει να σου το ανταποδώσω.

Στα πολλά που επέμενε ο διάβολος, ο βοσκός του λέει,

-Άτε φέρμου λίγα ριάλια.

Τον πήρε ο διάβολος από το χέρι και τον κατέβασε στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του χρυσάφια και ριάλια, όταν ξαφνικά τους πήραν είδηση οι φρουροί του βασιλιά.

 -Πάμε να φύγουμε, μας πήραν χαπάρι.

Το έβαλαν στα πόδια μπροστά ο διάβολος, πίσω ο βοσκός. Σε μια στιγμή όμως, οι φρουροί τον έφτασαν και τον άρπαξαν από τα πόδια.

-Βοήθα με να ξεφύγω, φώναξε ο βοσκός.

-Χέσε να τους λούσεις, για να σε αφήσουν, του απαντά ο διάβολος.

Τους χέζει και τους λούζει για να βρωμίσουν και να τον αφήσουν, και απότομα ξύπνησε χεσμένος στο κρεββάτι με την ατμόσφαιρα να βρωμά και την γυναίκα του να ξυπνά και να φωνάζει. 

Πρωί πρωί ο βοσκός παίρνει τη μαγκούρα του και πάει κάτω στο χωριό, βρίσκει τον παπά και αφού του εξιστόρησε τα γεγονότα, του ζήτησε να ξεκλειδώσει την εκκλησιά.

Μπαίνει μέσα, αρπάζει την εικόνα του διαβόλου, την έκανε κομμάτια με την μαγκούρα του και την τσαλαπάτησε χαμαί.

Από εκείνη τη στιγμή, ο διάβολος δεν τον ξαναεπισκέφτηκε στον ύπνο του.  

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. Όλοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά.

Το επάγγελμα του νεκροθάφτη κανείς δεν το αγαπά και ούτε θέλει να το εξασκεί καθώς ένεκα ταμπού και φοβίας προς το θάνατο ουδείς δεν θέλει να έχει σχέσεις μαζί του. Όσους ασχολούνται, οι άλλοι τους θεωρούν διαφορετικούς και παράξενους. Ακόμη και η οικογένεια τους ντρέπεται για το επάγγελμα και θέλει να τους αποφεύγει.

Έτσι είναι πάντα απομονωμένοι και περιθωριακοί. Πάντα αγέλαστοι και σκυθρωποί. Μόνοι ανάμεσα στον κόσμο κυκλοφορούν σκυφτοί και λιγομίλητοι καθώς καταλαβαίνουν την αρνητική αύρα που εκπέμπουν.

Από τα παλιά χρόνια ήταν μια αποκρουστική εργασία που έκαναν εξ ανάγκης άνθρωποι συνήθως πτωχοί που κατέληγαν στην αντίληψη του πληθυσμού ανεπιθύμητοι καθώς ασχολούνταν με λείψανα νεκρών κορμιών, απομεινάρια προηγούμενης ζωής, κουφάρια χωρίς ψυχή και πνεύμα, πράγματα που προκαλούσαν φοβικά συναισθήματα στον απλό λαό.

Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Πως θα έχουν μια δεύτερη ζωή, άλλοι στη κόλαση και άλλοι στον Παράδεισο.

Όμως ο Χαρίλαος που έβλεπε τα λείψανα που έθαβε και τα κόκκαλα που ξέθαβε, πίστευε πως αυτά τα λέγανε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλον ίδιον όφελος. Αντιλήφθηκε ότι το θάνατο οι άνθρωποι τον φοβούνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.

Πίστευε πως είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, χρησιμοποιούσαν για να εξουσιάζουν τις συνειδήσεις.

Πίστευε ακόμα πως κάποιος αν αναλογιζόταν ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβαινε ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν τον πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια.

Πίστευε πως αν αναλογιζόμασταν ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσαμε έναν ύπνο βαθύ που δεν τον σκιάζει έγνοια καμιά.

Και καθώς είδαν πολλά τα μάτια του και άκουσε πολλούς επικήδειους από παπάδες και Δεσποτάδες για την μεταθάνατο ζωή, αυτός ασυγκίνητος πλέον από την πολλή τριβή με τα πτώματα, δεν πίστευε για τόπους χλοερούς, ούτε έβλεπε διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Στο θάνατο ήταν όλα νεκρά κορμιά χωρίς ζωή, που μέσα στο χώμα θα γίνονταν στα εξ ων συνετέθησαν, δηλαδή και αυτά χώμα της γης, σάρκες και οστά,  όλα ένα πράγμα.

Έσκαψε τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα και σκέπασε μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδε που έστηναν μνημεία μεγαλόπρεπα και απορούσε με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.

Γνώρισε σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδε τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδε πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδε και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, είδε το φόβο του θανάτου στην έκφραση τους.

Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισε την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.

Έτσι σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, είχε συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν του προκαλούσε δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα έλιωναν και θα τα χώνευε η μαύρη γης.

Διάλεξε ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θα ήθελαν.

Όμως όταν οι εποχές είναι δύσκολες και η ανεργία αναγκάζει αρκετούς φαμελιάριδες να μην δύνανται να θρέψουν τις οικογένειες τους και κάποιοι παθόντες διαλέγουν αυτή την εργασία, έτσι και ο Χαρίλαος καθώς την επέλεξε, τοιουτοτρόπως έχασε κάθε καλή επαφή με την οικογένεια του αφού και αυτοί όπως και οι ξένοι τον αντίκρυζαν ως το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.

Ως νεκροθάφτης ξύρισε και στόλισε αρκετούς, έθαψε πολλούς, και η πλερωμή ήταν καλή. Πως μπορούσε λοιπόν να μην διαλέξει ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για παρηγοριά σκεφτόταν πως επιτελούσε κοινωνικό λειτούργημα και θεάρεστο έργο.

Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλεί κανένα καθώς όλοι συνήθως τον απέφευγαν, με το πιοτό στο χέρι σκεφτόταν πως αν ζούσε σε μια μεγάλη πόλη που κανείς δεν θα τον γνώριζε, με όσα κέρδιζε θα εθεωρείτο ένας άρχοντας.

Πριν γίνει νεκροθάφτης ήταν εργάτης και άνθρωπος για όλα τα θελήματα, με χαμηλό μεροκάματο και λίγη εργασία. Κάποιες μέρες έπαιρνε φαγητό στο σπίτι, κάποιες όχι. Στεναχωριόταν πολύ, αλλά περισσότερο νευρίαζε όταν η γυναίκα του τον φώναζε ακαμάτη και αχαμάκη.

Έτσι μια φορά που είχε για μέρες τις τσέπες άδειες και τα παιδιά του πεινασμένα, όταν τον φώναξε ο παπάς και του πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψει έναν τάφο, έμεινε αποσβολωμένος. Τόσα χρήματα για έναν τάφο; σκέφτηκε.

Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα τον έπεισε καθώς ήταν απένταρος και τα παιδιά του πεινούσαν. 

Έθαψε λοιπόν τον πρώτο του νεκρό, και με ευχαρίστηση διαπίστωσε πως δεν σιχαινόταν τους πεθαμένους, ούτε πολύ τον έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκε τόσες λίρες και τις έκαμε σύγκριση με όσα αμειβόταν πριν, αποφάσισε πως αυτή τη δουλειά ήθελε.

Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσε πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που του άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόταν, μα με τον καιρό ξεπέρασε αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.

Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσε τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησε, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.

Η δουλειά ήταν δύσκολη και σκληρή καθώς έσκαβε το χώμα με τον κούσπο και άνοιγε τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές, αλλά ήταν δουλειά λίγων ωρών. Έβαζε μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζε με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζε μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα αδέσποτα σκυλιά. 

Ύστερα που πέρασαν τα χρόνια του έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμείται καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα στον ίδιο και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.

Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά ο Χαρίλαος ο νεκροθάφτης, έχοντας ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά του απομονωμένος από συγγενείς και φίλους, κοιτάζοντας πίσω αναλογιζόταν πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του. 

Ο ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ

Τον καιρό της Τουρκοκρατίας στη Κύπρο υπήρχε ένα κακό έθιμο, αυτό της επιβολής του συζύγου στην νύφη πριν το γάμο, με τρόπο που να επιβάλλει την αδιαμφισβήτητη  κυριαρχία του.

Μια φορά ο Παπά Σάββας ήταν να κάμει ένα γάμο στη Χλώρακα, όπου ο γαμπρός θα ερχόταν από το γειτονικό χωριό της Έμπας.

Το έθιμο ήθελε τον ξενοχωρίτη γαμπρό να εισέρχεται στο χωριό της νύφης καβάλα σε άλογο συνοδευόμενος  με ένα στρατό από κουμπάρους, συγγενείς και φίλους που τον συνόδευαν για να τον βοηθήσουν να πάρει με το ζόρι τη νύφη για την τελετή στο δικό του χωριό.

Στο χωριό της νύφης πολλοί συγγενείς της μαζεύονταν και ανέμεναν την είσοδο του γαμπρού στο χωριό ώστε να τον αναγκάσουν να ξεκαβαλικεύσει από το άλογο του και να πάει περπατητός στο σπίτι των πεθερικών ώστε να γίνει η τελετή στην εκκλησιά του χωριού της.

Η είσοδος του γαμπρού στο ξένο χωριό της νύφης και η άρνηση του να κατεβεί από το άλογο, εθεωρείτο προσβολή. Πολλές φορές ο γαμπρός όταν ένιωθε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αρνιόταν να ξεκαβαλικεύσει, για να δείξει έτσι ότι μετά το γάμο, αυτός θα ήταν ο αφέντης του σπιτιού και διαχειριστής της προίκας, και όχι η νύφη με τα πεθερικά.

Αν δεν κατέβαινε με τη θέληση του  από το άλογο, έπρεπε να τον κατεβάσουν με το ζόρι.

Το αποτέλεσμα ήταν μια αιματηρή σύγκρουση με ρόπαλα και μαχαίρια. Πιάνονταν στα χέρια, μάλωναν, πάλιωναν και δέρνονταν.

Πολλές φορές για να καταφέρουν τον γαμπρό να ξεπεζέψει με τη θέληση του και να αποφευχθεί η σύγκρουση, κάποιοι που είχαν μάλια και χρήματα, έτασσαν στον γαμπρό περισσότερη προίκα, έτσι λυνόταν το πρόβλημα.

Όταν η επιμονή των δυο πλευρών να εξέλθουν νικητές ήταν μεγάλη, κάποιες φορές κάποιος σκοτωνόταν και αντί για γάμους και χαρές, είχαν κηδείες και οδυρμούς  με επακόλουθο να ξεκινούν βεντέτες και σκοτωμοί μεταξύ των δύο χωριών.

Εάν εκέρδιζε η ομάδα από το ξένο χωριό, προχωρούσαν ως νικητές, έπαιρναν τη νύφη, την ανέβαζαν στο άλογο, και αφού έβαζαν τα χέρια της γύρω από το γαμπρό, τα έδεναν γύρω του με μεταξωτά μαντήλια, και αυτός την έπαιρνε και έφευγε για την εκκλησία του χωριού του.

Αν κέρδιζαν οι χωριανοί, τότε ο γαμπρός κατέβαινε από το άλογο του δαρμένος, ματωμένος, κτυπημένος, και έπρεπε περπατητός να πάει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της νύφης, και χλευασμένος από τους νικητές, να ζητήσει την νύφη για να την πάρει στην εκκλησιά του δικού της χωριού, για το γάμο.

Οι Τούρκοι διοικούντες δεν επενέβαιναν σε αυτές τις καταστάσεις, παρά μόνον άφηναν τους Χριστιανούς να εξοντώνονται αναμεταξύ τους, και αυτοί παρακολουθούσαν ως θεατές.

Το έθιμο συνέχισε εις όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και σταμάτησε τον καιρό της Αγγλικής κατοχής, επειδή τα αγγλικά δικαστήρια τιμωρούσαν με μεγάλα πρόστιμα κάθε απόπειρα τέτοιας εμπλοκής. 

Ήταν ένα προξενιό που  κανονίστηκε να γινεί από δυο μεγάλες οικογένειες, να παντρέψουν τα παιδιά τους, έναν νέο από την Έμπα με μια νέα από τη Χλώρακα. Ο γαμπρός ήταν ο Σπύρος του Έλληνα, η νύφη ήταν η Ελεγγού, κόρη του Κυπριανού Τσιυπρή και της ΧατζιηΑργυρής Σιαμμά. 

Κανονιστηκαν και συμφωνηθηκαν όλα, και ορισαν την ημερομηνια του γαμου.

Ο πονηρός παπάς για να τους παντρέψει, έβαλε όρο να μην τηρηθεί το έθιμο, γιατί δεν ήθελε ο γάμος να μετατραπεί σε καυγά και μακελειό.

Γι αυτό εκ των προτέρων συμφώνησε με τον γαμπρό και έλαβε διαβεβαιώσεις από το σόι του, ότι θα ξεκαβαλίκευε και θα ερχόταν εν ειρήνη στο σπίτι της νύφης, ώστε να γίνει μια ήσυχη και χαρούμενη τελετή.

Ήρθε η μέρα του γάμου, ο παπάς με το πετραχήλι στη μασχάλη και τον ασημένιο σταυρό στο χέρι, ερχόμενος από έναν αγιασμό κάθισε στον καφενέ να πιει καφέ.

Έγειρε την καρέκλα πίσω στον τοίχο, έτσι που γερμένος και αναπαμένος, απολάμβανε την ζεστασιά από τις ακτίνες του καυτερού ήλιου που τον χτυπούσαν κατακούτελα κάνοντας τον να νυστάζει και να λαγοκοιμάται.

Ξαφνικά μια φωνή τον ξίππασε και άνοιξε τα μάτια. Μπροστά του ένα μικρό παιδί αναστατωμένο, αλαφιασμένα του είπε να τρέξει γιατί ο γαμπρός ερχόταν και δεν ξεπέζευε από το άλογο, και οι συγγενείς της νύφης δεν τον άφηναν να περάσει.

Σηκώθηκε ο παπάς και χωρίς να πληρώσει τον καφέ, με βίαση καβαλίκεψε τον άππαρο του, τον κέντησε δυνατά, τον διπλοκάλπασε, και ευρέθει ευτύς μπροστά στον νταή γαμπρό. Χωρίς να χάσει καιρό ενώ κάλπαζε, τράβηξε τον σταυρό από την κόξα, και του τον έσυρε στο κεφάλι και πέρασε ξυστά από το αυτί και τον εκαψε και του προκαλεσε αφόρητο πονο.

Ηταν ενας ασημένιος σταυρός που ακόμα υπάρχει και χρησιμοποιείται στην εκκλησιά μέχρι σήμερα. Είναι μεγάλος και βαρύς, που αν τον πετυχαινε, ίσως να γινόταν κηδεία αντί στεφάνωμα. Τον πήρε ξώφαλτσα, και πέφτοντας στο έδαφος έσπασε και στράβωσε. Μέχρι σήμερα φαίνονται τα καρφιά με τα οποία ύστερα εδιορθώθηκε.

Τη φήμη του Παπασαββα άμα αγρίευε την ήξεραν όλοι, έτσι οι Εμπάτες αφήνοντας το νταϊλικι κατά μέρος, ξεπέζεψαν και περπάτησαν ως το σπίτι της νύφης.

Ήταν η τελευταία φορά που στη πάφο επεχηρείθη από γαμπρό ξενομερίτη να τηρήσει αυτό το έθιμο. Δεν ξανασυνέβηκε, γιατί λίγο καιρό πρίν, το 1871, όταν στην Κύπρο ανέλαβαν την διοίκηση οι Άγγλοι αποικιοκράτες, είχαν απαγορεύσει το έθιμο, και με τις αυστηρές τιμωρίες που επέβαλλαν στους παραβάτες, σιγά σιγά σταμάτησαν να το εφαρμόζουν.

Υ.Γ. Ο Παπασάββας απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Απόγονος του ήταν ο Αλέξανδρος, πατέρας της παπαδιάς Ελένης Παπακώστα. Η γυναίκα του ξαναπαντρεύτηκε και έκαμε απογόνους τον Λεωνή τον Λιόνταρο το γνωστό γεροντοπαλίκαρο της Χλώρακας, και την Ελεγγού του Ρωτόκλειτου. 

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΗ 

Η Μαριάννα, η περβολάρισσα μια γερόντισσα ενενήντα ετών τον περισσότερο χρόνο της ημέρας τον περνούσε στο μικρό της σπίτι ενασχολουμένη με διάφορα οικιακά ή ξαπλωμένη συλλογίζεται τα περασμένα. Κι όταν έλθει ξένος και μάλιστα είναι φιλομαθής έχει πολλές ιστορίες παλαιές να του λέγε:

Κάποτε, πάνω κάτω, στα 1880 στο χωριό Έμπα ήσαν τρεις παπάδες. Οι δύο εκ των τριών ήσαν αδέλφια, ο παπά Γιάννης και ο παπά Κωνσταντής. Φαίνεται ότι τρεις παπάδες για ένα χωριό με μία εκκλησία ήσαν πολλοί. Ο ένας επερίσσευε και αυτός ήταν ο παπά Κωνσταντής καθότι νεότερος. Αγαπούσε την παπαδική, αλλά δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να έλθει σε σύγκρουση με τους άλλους παπάδες και κυρίως με τον μεγαλύτερο αδελφό του. Από καιρό είχεν αποφασίσει να μετοικήσει γι΄αυτό και εξέλαβε ως θεόσταλτο δώρο την ακοή πως θέλουσι παπά σ΄ένα χωριό της ορεινής Πάφου, τον Στατό. Κι ο Στατός ευρίσκετο αρκετά μακριά από την Έμπα. Ήταν λοιπόν από τα πολύ δύσκολα να αρνηθεί την ελπίδα τη δική του και της συζήγου του να μεταλλάξει η τύχη των. Διότι μαζί με τις άλλες δυσκολίες είχαν και τούτο το πρόβλημα, τα παιδιά που εγεννούσαν απέθνησκαν πρόωρα.

Αποχαιρέτησε λοιπόν , το λευιτικό ζεύγος, μιαν καλή πρωία συγγενείς και συγχωριανούς, οι οποίοι ομοθυμαδόν τους εξεπροβόδισαν ίσα μ΄ένα μίλι δρόμο. Απ΄εκεί συνέχισαν πεζοπορούντες με το υποζύγιό τους και τα λίγα υπάρχοντα τους επ' αυτού κι από τη χαμηλή Πάφο έφτασαν στην ορεινή, μετά μιας ημέρας δρόμο. Παρελήφθηκαν από τους Στατιώτες και φιλοξενήθηκαν ως έπρεπε. Τους έδωσαν και σπίτι να μένουν. Σύντομα οικειώθησαν με το νέο τους χωριό. Αγαπήθησαν κι αγάπησαν. Και με τους ανθρώπους καλά και με τους αγίους καλύτερα, δηλαδή τον Ζηνόβιο και τη Ζηνοβία που τιμά το χωριό. Και τα χρόνια κυλούσαν ειρηνικά, πλην όμως, αν και άλλαξαν τόπο και χωριό, κι απέκτησαν κτήματα και κτηνά και σπίτια και χρυσά, η τύχη των δεν άλλαξε, παιδιά δεν απέκτησαν.

Κατ΄εκείνο τον καιρό ακούστηκε πως απέθαναν σύγκοντα κι ο πατέρας κι η μητέρα μιας οικογένειας στο χωριό Μεσόγη, και διένειμαν οι συγγενείς τα ορφανά ώδε καιωκείθε. Τότε μήνυσε κι ο παπά Κωνσταντής και του έφεραν ένα παιδί αρσενικό και το υιοθέτησε. Επέρασέν το από το μανίκι του ράσου του, εδιάβασέν του και την σχετική ευχή περί υιοθεσίας και τον εκράτησε στο σπίτι του. Η παπαδιά τον εμεγάλωνε ως δικόν της κι ο παπάς τον εσπούδαζε στα γράμματα και τα λοιπά εκκλησιαστικά πράγματα.

Τα χρόνια επέρασαν, ο υιοθετημένος ενηλικιώθη, ενυμφεύθη, ετεκνοποίησε. Παρέλαβε και ανέλαβε τα υπάρχοντα του παπά όλα, κινιτά και ακίνητα κτηνά και κτήματα, τα σπίτια και τα χρήματα. Ο παπάς κι η παπαδιά εγέρασαν, εκληροδότησαν πάντα όσα είχαν μαζί και τις ελπίδες των για ειρηνική γηροκομία στον θετό υιό τους. Μάταια όμως, διότι ο μοναχογιός απεδείχθη ανεπρόκοπος και αχάριστος.

Μόλις και μετά βίας ανέχθηκε την παπαδιά, η οποία αφού έμεινε στο κρεβάτι για λίγο καιρό απέθανε. Αμέσως μετά την κηδεία της, κι ενώ ο παπάς ευρίσκετο σε ανημπόρια και θλίψη, ο θετός υιός τον ανέβασε σ΄ένα γέρικο γαϊδούρι και τον απέπεμψε έξω του χωριού.

Μόνος, γέρος, ασθενής και τελείως ακτήμων ευρέθηκε ο παπά Κωσταντής καβάλα στο γέρικο ζώο να οδεύει το δρόμο της επιστροφής από την ορεινή Πάφο στη χαμηλή. Κατάκοπος αυτός και το ζώο έφτασε στο πρώτο του χωριό, στη γενέτειρά του Έμπα, μνημονεύοντας τον λόγον «γυμνός εξήλθον... γυμνός και απελεύσομαι κι ευχαριστώντας την Χρυσελεούσα της Έμπας τέλος πάντων και ένεκεν πάντων.

Οσοι είδαν τον γέρο παπά έσπευσαν να τον βοηθήσουν, να τον κατεβάσουν από το ζώο, και εκαπαλιάζοντο να τον φιλοξενήσουν, μα ουδείς τον εγνώρισε. Αυτός τους εζήτησε και τον επήραν στο σπίτι της Ελένης του παπά Γιάννη, της αδελφότεκνής του. Αυτή τον εδέχθηκε με συγκίνηση και με κλάματα και τον εκράτησε στο σπίτι της.

Πολλά λόγια δεν εχρειάζοντο, κατάλαβαν όλοι στο σπίτι της Ελένης τι έγινε. Έδωσαν φαΐ και νερό στον γέροντα και ρούχα καθαρά και κλίνη να κοιμάται. Για την περιουσία του δεν είπαν τίποτε, για χρήματα δεν μίλησαν καθόλου, μόνο που πρόσεξαν όλοι πως ο παπά - Κωνσταντής κρατούσε σφικτά στον κόρφο του ένα κουτί. Κι όταν επλάγιασε το τοποθέτησε δίπλα στο προσκέφαλο του. Τον έβλεπαν να το προσέχει, να το προσκυνεί που και που και να μην απομακρύνεται από αυτό. Άλλωστε, η ηλικία του πια δεν του επέτρεπε ν΄απομακρυνθεί πολύ από το κρεβάτι.

Ήταν πια πολύ κουρασμένος κι από τις ταλαιπωρίες αποκαμωμένος. Έτσι τον ενθυμάται η κόρη της Ελένης, η Μαριάννα, που ήταν, λέγει, παρούσα όταν ο παπάς κάλεσε τη μητέρα της, την αδελφότεκνή του, λίγες μέρες πριν πεθάνει και της παρέδωσε το κουτί. Στο κουτί αυτό φυλαγόταν όλος ο θησαυρός του παπά, ότι του απέμεινε από την παρελθούσα ζωή του, ότι δεν του πήραν, ότι ήταν αχρείαστο στους κοσμικούς ανθρώπους. Της το παρέδωσε ψάλλοντας με αδύνατη, πλην μελωδική φωνή : «ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού και λύχνος αείφωτος της οικουμένης, σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπε...» Διότι, ακριβώς αυτός ήτο ο κρυφός θησαυρός του ψυχορραγούντος παπά, μικρή εικόνα και τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου ιερομάρτυρος Χαραλάμπους.

Μετά από λίγες ημέρες ο παπά Κωνσταντής εκοιμήθη εν ειρήνη. Έφεραν τότε τους παπάδες του χωριού να τον μιζαρώσουν, μα δεν εύρισκαν φελόνι να του φορέσουν όπως πρέπει στους ιερείς. Ο μακαρίτης δεν είχε άλλο ιερατικό ένδυμα πλην ενός τετριμμένου αντεριού. Έμεινε τότε ο παπά Ευαγόρας να του διαβάζει το ψαλτήρι κι ο παπά Γεώργιος επήγε στη Μητρόπολη κι είπεν του Δεσπότη, το και το. Έδωκεν του ο Δεσπότης - ήταν τότε ο κυρ Ιάκωβος ο Αντζουλάτος - ένα φελόνι και το έφερε και το εφόρεσε στον κεκοιμησμένο. 'Υστερα ήλθε κι ο ίδιος ο Δεσπότης και τον εκήδευσαν.

Έτσι περιήλθε ο πολύτιμος θησαυρός στα χέρια της Ελένης, η οποία τον εφύλαξε καλά μέσα σ΄ένα εντοιχισμένο ερμαράκι στο σπίτι της. Συχνά πυκνά άνοιγε το ερμαράκι κι εθυμίαζε το ιερό λείψανο κι όταν είχε θλίψεις εκεί μπροστά στο ερμάρι εστέκετο και προσεύχετο. Κι όταν κι αυτής ήλθε η σειρά της να φύγει από τα παρόντα, παρέδωσε το ιερό κουτί στην κόρη της, την Μαριάννα. Κι αυτή συνέχισε να το φυλάγει στο ίδιο ερμαράκι.

Μια φορά, ένα απόγευμα, δύο από τις κόρες της Μαριάννας, η Ναυσικά και η Ευαγγελία, ενώ έπαιζαν στο σπίτι μόνες των - ήσαν οκτώ, δέκα χρονών - ήλθαν σε καυγά κι εβλαστήμησαν. Τότε, μόλις ξεστόμισε τη βλαστημιά - το θυμάται σήμερα η Ναυσικά σα να έγινε τώρα- ακούστηκε κρότος δυνατός κι αυτομάτως άνοιξε η θύρα του ερμαριού. Το σιδεράκι που την έκλεινε, έφυγε και πετάχτηκε μέχρι την εξώπορτα, η ξύλινη θύρα κτύπησε στον τοίχο και το κουτί με το ιερό λείψανο έπεσε έξω, χαμαί.

Έντρομες οι κορούδες άρχισαν να κλαίουν κι έφυγαν έξω, όπου βρήκαν την μάνα τους και της απήγγειλαν το γεγονός. Σίγουρα οι μικρές υπήρξαν μάρτυρες του ορατού μέρους αοράτου συγκρούσεως των ακαθάρτων πνευμάτων και της ιεράς παρουσίας του ιερομάτυρος και διώκτη τούτων.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια, οι μικρές αδελφές ενηλικιώθηκαν και δεν εβλαστήμησαν έκτοτε, η μητέρα των η Μαριάννα εγέρασε. Στο μεταξύ ανηγέρθη ναός του Αγίου Χαραλάμπους έξω του χωριού. Εκεί ανέκαθεν ευρίσκετο μια μεγάλη πέτρα που ήταν η Αγία Τράπεζα, ως λέγουν οι παλαιοί, το μοναδικό απομεινάρι του αρχαίου ναού. Έκτισαν λοιπόν εκεί ένα μικρό αρχικά παρεκκλήσι και ύστερα προσέθεσαν άλλα δυο κλίτη και αξωνάρθηκα. Έκτισαν μάλιστα και αρχονταρίκι πλησίον, ώστε να λαμβάνουν οι εκκλησιαζόμενοι ένα κέρασμα μετά το πέρας των ακολουθιών.

Με ευχαρίστηση παρακολουθούσε την ανέγερση και εξωραϊσμό του παρεκκλησίου η γερόντισσα Μαριάννα. Τελευταίως εσκέπτετο «το σπίτι του Αγίου είναι εκεί και είναι ωραίον κι εγώ τον έχω μέσα στο ερμάρι, στο φτωχό μου το σπίτι...».

Εκάλεσε λοιπόν μια μέρα τον τωρινό ιερέα της Έμπας, τον παπά Μάριο, στο σπίτι της και του παρέδωσε το Άγιο λείψανο. Αυτός το παρέλαβε ιεροπρεπώς και σιγοψάλλοντας το τρισάγιο και το Απολυτίκιο του Αγίου Χαραλάμπους, το μετέφερε στην εκκλησία, όπου το ετοποθέτησε σε αργυρή λειψανοθήκη επί της Αγίας Τραπέζης.

Η δε γερόντισσα Μαριάννα παρέμενε έγκλειστη στο σπιτάκι της. Οσάκις την επισκεπτόταν κανείς, ανακαθόταν απί της μονής οκλαδόν και έλεγε την ιστορία σε όσους είχαν αυτιά να την ακούσουν.

Λίγους μήνες μετά την ιστόρηση αυτή, η γερόντισσα Μαριάννα εκοιμήθη εν ειρήνη. 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1999 και δημοσιεύτηκε στο Ιστολόγιο NOCTOC 

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΒΛΟΥ ΣΤΟΝ ΑΚΑΜΑ

Κατά την παράδοση, Σαρακηνοί πειρατές λεηλάτησαν τη Μονή της Παναγίας που τους καταδίωξε όμως και απολίθωσε τα καράβια τους όταν ύψωσαν τα πανιά για ν’ αποπλεύσουν, και μένουν απολιθωμένα ακόμα εκεί για να στιγματίζουν το βάρβαρο αμάρτημα της ιεροσυλίας τους. Πρόκειται για τους γνωστούς βράχους σχήματος καραβιού που ονομάζονται "καραβόπετρες".

Η χερσόνησος του Ακάμα ή η μούττη του Αρναούτη, είναι το ακρωτήριο που ευρίσκεται στη βορειοδυτική άκρης της Κύπρου. Εκεί υπάρχει ο νεότερος και ψηλότερος φάρος στη Κύπρο χτισμένος το 1989, μια σιδερένια κατασκευή με ύψος 21 μέτρα.

Το όνομα του προέρχεται από τον Ακάμα οικιστή της περιοχής, γιό του Μίνωα και της Φαίδρας, ή γιο του Θησέα. Μιά άλλη εκδοχή λέει ότι ονομάστηκε έτσι από το άκαος- άκαφτος, επειδή ήταν το μοναδικό μέρος της Κύπρου που δεν είχε καεί από τους Άραβες πειρατές.

Είναι μια μοναδική περιοχή  και η χάρη του τοπίου και της φύσης είναι αδιαμφισβήτητη με ένα τεράστιο πολιτιστικό πλούτο που αποτελείται από αξιόλογη Ελληνική ιστορία και μυθολογία τριών χιλιάδων χρόνων. Η κυρίαρχη ηρεμία και γαλήνη  μαζί με την παράδοση και τους θρύλους, δημιουργούν ένα κλίμα αρχαίου μυστικισμού σε όλο τον τόπο.

Είναι περιοχή δύσβατη που συνδυάζει βουνό και θάλασσα και διακρίνεται για την ποικιλομορφία του εδάφους, την ενδημική βλάστηση και τις πρωτόγονες ακρογιαλιές. Αποτελεί το δυτικότερο κομμάτι της Κύπρου και σε αυτήν υπάρχουν διάσπαρτα τα χωριά Ίνεια, Πέγεια, Δρούσεια, Κάθηκας και Αρόδες.

Κατά τους ιστορικούς ο Ακάμας κατοικήθηκε κατά τη Νεολιθική Εποχή, ενώ κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο η περιοχή παρουσιάζεται κατάσπαρτη από συνοικισμούς ενώ παντού υπάρχουν πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια της μετέπειτα Βυζαντινής περιόδου που σήμερα μετρώντας τα απομεινάρια τους απαριθμούν 101 εκκλησιές, παρεκκλήσια και μοναστήρια, σημάδι ότι η περιοχή ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένη κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Επίσης τα ερείπια του Πύργου της Ρήγαινας στην τοποθεσία Πύργος μαρτυρούν ότι η περιοχή κατοικείτο κατά τη Φραγκική περίοδο και μετέπειτα.

Οι συχνές επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους των παράκτιων και πεδινών περιοχών να μετακινηθούν, ιδρύοντας νέους οικισμούς σε ασφαλέστερες τοποθεσίες πίσω από λόφους και μέσα σε κοιλάδες, που δεν φαίνονταν από τη θάλασσα. Αυτό φαίνεται και σήμερα αν κάποιος παραπλέοντας το νησί, θα έχει την εντύπωση όπως την είχανε κάποτε οι πειρατές,  ότι η χερσόνησος είναι έρημη.

Σε μια λοφώδη έκταση απέναντι από την ακτή της Λάρας, βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας του Βλού. Απέχει 16 χιλιόμετρα από το χωριό Ίννεια και είναι κτισμένο μέσα σε μια απομονωμένη περιοχή του Ακάμα και αγναντεύει τη θάλασσα. Είναι κτισμένο επί παλαιοτέρου Ναού ο οποίος άνηκε σε Μονή με το ίδιο όνομα. Κατά μερικούς αυτή η Μονή ήταν ανεξάρτητη, ενώ κατά την επικρατέστερη άποψη, η Μονή ήταν Μετόχι της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Νικοξυλίτη στο χωριό Δρούσεια.

Το υπάρχων εκκλησάκι είναι μονόκλιτος και καμαροσκέπαστος ναός και ονομάζεται ναός της Παναγίας του Βλου ή Φλου. Του Τυφλού κατά μία άποψη ίσως λόγω κάποιου θαύματος, ή από ονομασία παλαιού χωριού που ονομαζόταν Βλου – Φλου – Φλούδιν κατά τον Ν.Γ.Κυριαζή («Τα Μοναστήρια εν Κύπρω», 1950).

Σήμερα στο μικρό ναό σώζεται μία λαϊκής τέχνης εικόνα της Παναγίας με επιγραφή «του Τυφλού».

Στην εκκλησιά της Παναγίας του Βλού ήταν το εικόνισμα της Παρθένου που ήταν θαυματουργή. Όσοι είχαν πρόβλημα με τα μάτια τους πήγαιναν και με πίστη στην καρδιά άναβαν ένα κερί από το καντήλι που ήταν μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και με αυτό μούζωναν τον τοίχο δίπλα της, ενώ ακολούθως με το δάχτυλο τους έπαιρναν τη μούζη και μούζωναν τα μάτια τους. Με αυτό τον τρόπο όσοι είχαν πρόβλημα και πίστευαν πραγματικά, θεραπεύονταν.  Οι κάτοικοι μαρτυρούν ότι όλοι ανεξαίρετα όσοι προσέφυγαν στη χάρη της γιατρεύονταν, ενώ ακόμα σε μια περίπτωση γιατρεύτηκε και κάποιος που ήταν τελείως τυφλός. Γι αυτό το λόγο την ονόμασαν Παναγία του Τυφλού, που για συντομία το έκαμαν του Φλού, και από παράφραση του Βλού.

Οι προσκυνητές ένεκα παράδοσης έπαιρναν λάδι για το καντήλι της θαυματουργής Αγίας που το εναπόθεταν σε ένα τενεκέ, και που όταν γέμιζε το πουλούσαν εισπράττοντας χρήματα με τα οποία συντηρούσαν το εκκλησάκι ή έφτιαχναν κάποιο εικόνισμα. Αυτόν τον τενεκέ με το λάδι, μια φορά τον έκλεψαν Σαρακηνοί πειρατές τους παλιούς καιρούς, όταν αποβιβάστηκαν στην περιοχή για να κάνουν πλιάτσικο. Ήταν ένας μικρός στόλος από καράβια που με αρχηγό τον καπετάν Ισούφη, αποβιβάστηκαν στην ακτή της Λάρας και προχώρησαν στους λόφους για να κλέψουν και να λεηλατήσουν. Στο εκκλησάκι της Παναγίας βρήκαν τον τενεκέ γεμάτο λάδι και τον έκλεψαν. Η Παναγία όμως για να τους τιμωρήσει, πέτρωσε τα καράβια τους. Ο καπετάνιος όταν αντίκρισε το θαύμα, πίστεψε αμέσως στο δικό μας Θεό και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό αλλάζοντας ακόμα και το όνομα του από Ισούφης σε Ιωσήφ. Ύστερα από καιρό όταν απόχτησε άλλο καράβι, ξαναγύρισε στην περιοχή και διαθέτοντας πολλά χρήματα ανοικοδόμησε το μοναστήρι που ήταν μισοχαλασμέο και ανακύρηξε την εκκλησία της Παναγίας του Βλού υπό την προστασία του, και οι κάτοικοι σε ένδειξη τιμής προς αυτόν, ονόμασαν το παρακείμενο αργάκι, «αργάκι του Ισούφη».

Οι Καραβόπετρες μένουν στην περιοχή από τότες να θυμίζουν με την επιβλητικότητα τους το μεγάλο θαύμα της Παναγίας του Τυφλού, που από τότε απόχτησε μεγάλη φήμη και χιλιάδες πιστοί την επισκέπτονται για να την προσκυνήσουν. 

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 

Στη πόλη της Πάφου την δεκαετία του 1970 ήταν μια κοπελίτσα πολύ προσκολλημένη στους γονείς της, τους αγαπούσε υπερβολικά και δεν ήθελε να τους αποχωριστεί. Από την αγάπη που τους είχε, ποτέ δεν θα σκεφτόταν ούτε θα άντεχε την ζωή της χωρίς αυτούς.

Μαθητριούλα ακόμη κοντά στα δεκαεφτά, ένιωθε μια έλξη για ένα συμμαθητή της με τον οποίο έκανε παρέα και τον αγαπούσε, αλλά όχι όσο τους γονείς της. Αυτό αποδείχτηκε στο χρόνο που πέρασε και μεγάλωσαν, όταν ο νέος την ζητούσε επίμονα σε γάμο, αυτή το ίδιο επίμονα αρνιόταν.

Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του νεαρού κρατούσε δυνατή και ήταν πολύ λυπημένος που δεν στέριωνε. Μαράζωνε και υπέφερε.

Ένας θειός του παπάς που έβλεπε τον μεγάλο του καημό, σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει, έτσι μια μέρα του φώναξε και του είπε ότι στα Βάτης Λάρνακας είχε ένα εκκλησάκι που ήταν αφιερωμένο στην «Παναγία της αγάπης», μια μόνη εκκλησία σε όλη την Κύπρο, αλλά και σε όλο τον κόσμο με αυτή την ονομασία.

Πίσω από την Αγία Τράπεζα υπάρχει ένα μάρμαρο κάτω από το οποίο βρίσκεται ιερό χώμα που σύμφωνα με την παράδοση όταν ο άντρας ή η γυναίκα που επιθυμεί να προκαλέσει αισθήματα αγάπης στο πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρεται, θα πρέπει να πάρει λίγο χώμα, να το ρίξει κρυφά στο νερό, να δώσει να πιεί το πρόσωπο, και τότε θα αισθανθεί αιώνια αγάπη για λόγου του.

Ίσως είναι ένα ειδωλολατρικό εθιμο κάτι με το οποίο η πίστη στο Θεό έρχεται σε αντίθεση, εντούτοις ο παπάς πιστεύοντας ότι είναι σκληρό και άδικο η άρνηση της πραγματικότητας εκ μέρους της κοπελίτσας να απαρνιέται ότι εδίδαξε ο Χριστός,  “Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκοληθήσεται προς έτερον και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν, επειδή από αρχής κτίσεως άρρεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός”, και ο ίδιος πιστεύοντας ότι ο Χριστός εννοούσε ότι η σχέση γονιών και παιδιού δεν μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να θυμηθεί το θεϊκό στοιχείο που έχει μέσα του και ότι ο μόνος τρόπος να πλησιάσει το θείον είναι να ενωθεί με το έτερον ήμισυ, αφού και ο ίδιος αποκάλεσε τη μητέρα του γυνή, όχι μητέρα, εννοώντας ότι κάθε είδους αγάπης την οποία έχει ο άνθρωπος για τους οικείους του δεν πρέπει να υπερβαίνει την αγάπη την οποία θα έπρεπε να έχει για τη διαιώνιση των απογόνων των προερχομένων εκ της θεϊκής του σαρκός.

Γι αυτό ο καλός παπάς σκεπτόμενος έτσι, αποφάσισε να συμβουλεύσει τον νεαρό ανηγιό του να κάμει το ταξίδι, να πάει να προσκυνήσει την Παναγία της αγάπης και αυτή ίσως τον βοηθούσε.

Η Παναγία της Αγάπης κτίστηκε το 1935 στη βάση χαλασμάτων μικρού ναού του 16ου αιώνα. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Αγάπης που ζωγραφίστηκε τον 16ο αιώνα, κλάπηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από άγνωστους κλέφτες, που την έβαλαν σε ένα βαπόρι να την μεταφέρουν στα ξένα όπου περίμενε ο αγοραστής να τους πληρώσει. Μετά όμως από θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας όπως πιστεύεται, οι μηχανές του πλοίου χάλασαν και δεν έπαιρναν εμπρός, ούτε οι μηχανικοί μπορούσαν να τις επιδιορθώσουν. Ταυτόχρονα ακόμα, στο εξωτερικό, στην οικογένεια του ιερόσυλου αγοραστή έπεσε βαριά κατάρα και τα παιδιά του ένα-ένα αρρώσταιναν και υπέφεραν πολύ. Όταν πέρασαν μέρες και το πλοίο δεν μπορούσε να ξεκινήσει, οι  ιερόσυλοι κατάλαβαν ότι ήταν το θέλημα της Παναγίας, έτσι μετανιωμένοι αποφάσισαν ένα βράδυ και την επέστρεψαν τοποθετώντας την έξω από την πόρτα της εκκλησίας και αφού χτύπησαν την καμπάνα, εξαφανίστηκαν. Οι Βαβλίτες που άκουσαν τις κωδωνοκρουσίες και έτρεξαν μέσα στη νύχτα, είδαν την κλεμμένη εικόνα έξω από την εκκλησία. Με ανακούφιση και ευλάβεια την πήραν και την επανατοποθέτησαν στη θέση της εντός της εκκλησίας. 

Ο νέος μα πολλή αγάπη στην καρδιά για την αγαπημένη του και πολλή πίστη για την Παναγία της αγάπης, πήρε το λεωφορείο και κίνησε για την επαρχία της Λάρνακας όπου ρωτώντας βρήκε το μικρό χωριό του Βάβλα και τον μικρό ναό της καλής Αγίας. Άναψε ένα κερί, προσκύνησε με ευλάβεια και ύστερα πήρε λίγο Αγιασμένο χώμα το οποίο θα χρησιμοποίησε όπως του παράγγειλε ο θειός του ο παπάς. 

Έτσι γίνηκε, το θαύμα συντελέστηκε και η όμορφη κόρη δέχτηκε να αποχωριστεί τους γονείς της αφού στην καρδιά της φώλιασε περισσότερη αγάπη και έρωτας για τον συμπαθή της νέο.

Ο νέος παντρεύτηκε την αγαπημένη του, και στην πόλη της Πάφου έγινε ένας γάμος τρικούβερτος όπως βγαλμένος από  παραμύθι που κράτησε τρεις ημέρες. 

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ

Ένα βράδυ η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φως. Οι άνθρωποι του νησιού ακολούθησαν το φως που τους οδήγησε σε μια μικρή σπηλιά. Έκπληκτοι, μέσα στην σπηλιά πάνω σε φύκια, είδαν την εικόνα της Παναγίας. Την προσκύνησαν και την μετέφεραν στο διπλανό παρεκκλήσι. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα γύρισε στην σπηλιά της. Έτσι, οι κάτοικοι κατάλαβαν το θέλημα της και αποφάσισαν να χτίσουν Ναό πάνω από την σπηλιά. Όταν οι εργασίες τέλειωσαν, έμεινε η σκεπή, αλλά δεν είχαν ξυλεία για να την κατασκευάσουν.

Όμως η ίδια η Παναγία φρόντισε γι αυτό.  

Το μπότζι ήταν δυνατό και ο βρυχηθμός της μηχανής άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγκωνε καθώς τα θεόρατα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα ξενέριζε. Το μικρό πλοίο σκαμπανεύαζε σαν καρυδότσουφλο έτοιμο να κοπεί στα δύο.

Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχία έβγαζε και αυτός βάρδια με τους μηχανικούς.

Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από έξι μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το καράβι έγερνε επικίνδυνα και καθώς το φορτίο από ξυλεία που μετέφερε ήταν πολύ ψηλό πάνω από το κατάστρωμα, ο κίνδυνος γινόταν πολλαπλάσιος. Τα αμπάρια ήταν γεμάτα, και πάνω από αυτά άλλοι μεγάλοι σωροί που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα είχαν δέσει σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα, αλλά με το επιπρόσθετο ύψος, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.

Το ταξίδι ξεκίνησε με ήρεμη θάλασσα, όμως οι Νηρηίδες είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία στα βαθιά νερά που κατοικούσαν, φύσηξαν βοριάδες και σήκωσαν κύματα δυσθεώρατα αψηλά ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή που άρπαζαν το πλοίο και το σήκωναν ψηλά και αρχίναγαν πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλοντας να το βουλιάξουν.

Μόνη λύση θα ήταν οι ναύτες να λύσουν το φορτίο να πέσει στη θάλασσα, αλλά τα κύματα ήταν τόσο δυνατά που όποιος δοκίμαζε να βγει στη κουβέρτα, θα τον άρπαζαν μαζί τους. Έτσι μη μπορώντας να κάνουν τίποτα, αφέθηκαν στη μοίρα τους και στα χέρια του Θεού.

Σε μια στιγμή ένα θεόρατο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ, ενώ ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε,  και το πλήρωμα πίστεψε πως ήρθε το τέλος.

Με τα νεύρα τσιτωμένα και την ανάσα κομμένη άρχισαν να παρακαλούν θεό και Παναγία. Πίστεψαν πως τετέλεσται. Έκαναν το σταυρό τους και περίμεναν το μοιραίο…

Μα ξαφνικά το θαύμα εγίνηκε, το φορτίο λύθηκε και έγειρε στη θάλασσα. Το πλοίο ίσιωσε και κάθισε στα πλατιά νερά. Οι ανατριχιαστικοί ήχοι από το βαλάντωμα λιγόστεψαν και το ταρακούνημα ημέρεψε.

Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις τους ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση. 

Ήταν στιγμές απερίγραπτες γεμάτες φόβο και τρόμο, όμως τα δύσκολα πέρασαν. Ο θεός και η Παναγία βοήθησαν. Εκείνη τη μέρα Άγγελοι φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να τραβήξουν το πλοίο στα βαθιά σκοτεινά νερά.

Εκείνη τη μέρα η Παναγία η θαλασσινή και ο  Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των ναυτικών, τους γλύτωσε.

Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστεύουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.

Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή να λυθεί το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα.

Η ανακούφιση πλημμύρισε ολονών τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαρίστησαν και δόξασαν το θεό και τους Αγίους.

Δόξασαν την Παναγία τη Θαλασσινή που έκαμε το θαύμα της, που αμόλησε στη θάλασσα το ψηλό φορτίο και τους γλύτωσε από βέβαιο πνιγμό. 

Η επιφάνια της θάλασσας γέμισε ξυλεία που τα άρπαξαν τα κύματα και τα ρεύματα και τα ξέβρασαν στην διπλανή ακτή. Και τα πήραν οι άνθρωποι του νησιού και έφτιαξαν τη σκεπή στο μικρό εκκλησάκι που έκτισαν για χάρη της Παναγίας της θαλασσινής.

ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ ΕΛΕΟΥΣΑ

Την ιστορία διηγείται η Αθθούλα Λεωνίδα

Η οικογένεια του Λεωνίδα πατρός της Αθθούλας η οποία διηγείται την ιστορία, αποτελείτο από 10 παιδιά, 7 γιους και τρεις κόρες. Κατοικούσαν στη Πέγεια μια παλιά εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και οι άνθρωποι διακινούνταν με γαϊδούρια. Ο δρόμος που ένωνε το χωριό με την πόλη της Πάφου το Κτήμα ήταν χωμάτινος, λίγο πλατύτερος από ένα μονοπάτι. Το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν τα σπίτια τους στην ύπαιθρο όπου είχε άπλετα χωράφια για τη βοσκή των κοπαδιών τους.

Όταν ο Λεωνίδας ήταν δέκα χρονών, μία εκ των κορών η Παναγιώτα, αρρώστησε βαριά. Έπεσε κατάκοιτη με πόνους φοβερούς και σπασμούς ασταμάτητους. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει και υπέφερε πολύ. Όλοι οι συγγενείς γονείς και αδέρφια, ανήσυχοι και τρομαγμένοι έκλαιγαν και παρακαλούσαν να γίνει καλά η Παναγιώτα. Προσπαθούσαν να της κατεβάσουν τον πυρετό με βρεγμένα μαντήλια αλλά δεν μπορούσαν.

Βλέποντας ότι δεν ανάρρωνε αλλά χειροτέρευε, αποφάσισαν πως έπρεπε να τη δει γιατρός. Πολύ ενωρίς το ξημέρωμα, πήρε ένας εκ των υιών το γαϊδούρι και πήγε στο μακρινό Κτήμα να φέρει το γιατρό τον Όμηρο.

Τον εκάθησε πάνω στο γαϊδούρι και τον μετέφερε στο χωριό. Η μέρα είχε χαράξει καλά όταν έφτασαν, και αμέσως ο Όμηρος επί τω έργω, αφού την εξέτασε καλά καλά τους λέγει,

-αν βγάλει τη μέρα ναι για όχι.

Και ο καλός γιατρός βλέποντας την ανέχεια στην οποία ζούσε η πολυμελής οικογένεια, αντί να πληρωθεί για τον κόπο του, έβγαλε δύο λίρες και τις έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της Παναγιώτας.

Και αφού έκανε τη διάγνωση πως δεν είχε ελπίδες και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τι, τον εκάθησαν πάλι πάνω στο γαϊδούρι και τον πήραν στο Κτήμα.

Άρρωστη του θανατά η Παναγιώτα, αλλά έπρεπε οι εργασίες στα χωράφια να συνεχιστούν και κάποιοι να εργαστούν.

Έτσι κατά το δειλινό ο παππούς και η γιαγιά πήγαν στο αλώνι να ανεμίσουν το σιτάρι. Φτάνοντας στο αλώνι, από το μονοπάτι δίπλα, νάσου περνά μία γύφτησα τσιγγάνα και τους λέγει,

-για πολύ στενοχωρημένους σας βλέπω τι έχετε;

-η κόρη μας είναι πολύ άρρωστη και μας είπε ο γιατρός ναι για όχι αν θα ζήσει μέχρι το πρωί, και εκείνη τους λέγει

-αν γιάνω την κόρη σας μου δίνετε ένα τενεκέ σιτάρι;

-μπορείς να μας την γιάνεις;

-εγώ τους λέγει, μπορώ να κάνω και παπούτσια χρυσά να φορώ.

-Αν μου την γιάνεις λέγει ο παππούς, να σου δώσω δυο τενεκές σιτάρι.

Πήραν τη στράτα και έφτασαν στο σπίτι.

-Φέρτε μου ένα πιάτο με νερό, τους λέγει η τσιγγάνα.

Της φέρνουν ένα πιάτο με το νερό και βγάζει ένα σταυρουδάκι από τον κόρφο της και λέγει,

-ενώ θα διαβάζω, αν το σταυρουδάκι πεταχτεί έξω από το νερό, η κόρη σας θα γιάνει, αν μείνει μέσα στο νερό, η κόρη σας θα πεθάνει.

Και άρχισε να διαβάζει, να διαβάζει, σε λίγο το σταυρουδάκι πετάχτηκε έξω από το νερό. Επανέλαβε το ίδιο, ξανασυνέβηκε το ίδιο…

Ταυτόχρονα, φωνές ακούστηκαν χαρούμενες να βγαίνουν από το σπίτι. Μάνα και κόρες βγήκαν έξω με τα πρόσωπα φωτισμένα φωνάζοντας,

-έγιανε η Παναγιώτα, έγιανε η Παναγιώτα…

 

Έγιανε η Παναγιώτα, έζησε μέχρι τα ενενήντα της και δεν ξαναρώτσησε σε όλη της τη ζωή. Η Γύφτισσα πήρε για κανίσι δυο τενεκέδες σιτάρι και μια όρνιθα.

Σαν έφυγε και ύστερα, όλοι κατάλαβαν ότι ήταν η γιάτρισσα Παναγία. 

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ

Επειδή η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης ήταν μικρή και δεν χωρούσε τον κόσμο κατά τις μεγάλες εορτές όπου όλοι οι πιστοί πήγαιναν να λειτουργηθούν, απεφάσισαν οι κάτοικοι της Χλώρακας να κτίσουν μια μεγαλύτερη δίπλα στην μικρή, στην ίδια πλατεία.

Το κτίσιμο ξεκίνησε το 1924 και κράτησε έως το 1928 και εγκαινιάστηκε απο τον Μητροπολίτη Πάφου Ιάκωβο.

Ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελεκιτή πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής. Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας.

Για να κτιστεί χρειάστηκε να πουληθεί μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας που διέθετε, και για το κτίσιμο της χρησιμοποιήθηκε είδος καλής και ανθεκτικής ποιότητας πέτρας που λατομεύτηκε στη Χλώρακα, ένα από τα δύο καλύτερα είδη του τόπου και που όμοιο του επίσης χρησιμοποιήθηκε για να κτιστεί η περίφημη εκκλησία της Θεοσκέπαστης της Κάτω Πάφου.

Το 1953 με το μεγάλο σεισμό η στέγη της εκκλησίας κατέρρευσε με αποτέλεσμα για να αναστηλωθεί χρειάστηκαν αρκετά χρόνια. Με δωρεές πιστών και εράνους ανά την Κυπρο καθώς και με εθελοντές εργάτες και μαστόρους, κατάφεραν έως το 1959 να την ανοικοδομήσουν και να την τελειώσουν.

Γενικά η καινούργια εκκλησία αποδείχτηκε πολύ θαυματουργή, καθώς οι ντόπιοι κάτοικοι διηγούνται ιστορίες περί θαυμάτων που συνέβησαν κατά καιρούς. 

Στην παλιά μικρή εκκλησία βρισκόταν το εικόνισμα της Παναγίας της Οδηγήτρας που ήταν θαυματουργή και εξέχουσα απ όλες τις άλλες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία. Όταν γυναίκες είχαν πρόβλημα με αιμορραγίες, τις βοηθούσε να θεραπευτούν. Σήμερα το εικόνισμα ευρίσκεται τοποθετημένο στο τέμπλο της μεγάλης εκκλησίας η οποία έχει ονομαστεί Χρυσοαιματούσα εξ αιτίας της θαυματουργού εικόνας, δηλαδή παριστάνει τη Χρυσή Παναγία που θεραπεύει το αίμα (αιματούσα). Πίσω από το εικόνισμα ευρίσκεται κρεμασμένη μια κόκκινη κορδέλα την οποία οι πάσχουσες γυναίκες ανταλλάζουν με μια άλλη και την ζώνονται για τρεις ημέρες οπότε όσες πραγματικά πιστεύουν, θεραπεύονται.

Στα παλιά χρόνια υπήρχε ένας θρύλος που ήθελε το εικόνισμα της Παναγίας της Οδηγήτρας όταν το μετέφεραν αλλού, από μόνο του να επιστρέφει στο τέμπλο της Παναγίας της Χρυσελεούσης. Όταν τέλειωσε το κτίσιμο της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης και οι κάτοικοι θέλησαν να το μεταφέρουν εκεί, αυτό δεν έφευγε από τη θέση του όπως να ήταν κολλημένο. Και όταν ο ιερέας χρησιμοποίησε σκεπάρνι για να την ξεκολλήσει, έσπασε το σκαλιστό ξύλινο τέμπλο του ιερού που σ αυτό ήταν τοποθετημένο το εικόνισμα, και το οποίο σημάδι ακόμα ευρίσκεται στο τέμπλο.

Λέγεται ότι η εκκλησία της Χρυσοαιματούσης δεν άντεξε στο σεισμό αν και ήταν καλά στερεωμένη, γιατι η Παναγία επιθυμούσε να επιστρέψει πίσω στην παλιά εκκλησία. Και όταν οι κάτοικοι την τοποθέτησαν σε πρόχειρη παράγκα μέχρι να τελειώσει η επαναοικοδόμηση, εν μέσω καλοκαιρίας, ένα βράδυ συνέβηκε μεγάλη κακοκαιρία με θύελλες και ανεμοστρόβιλους που κατά τη διάρκεια τους το εικόνισμα εξαφανίστηκε από την θέση του και βρέθηκε πάνω στο τέμπλο της παλιάς εκκλησιάς.

Με το πέρας του κτισίματος της μεγάλης εκκλησίας και ύστερα από δεήσεις και προσευχές προς τη Παναγία, μετέφεραν το εικόνισμα της και πάλιν, και έως σήμερα ευρίσκεται στο μεγάλο τέμπλο του ιερού του μεγάλου ναού της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλά πράματα και θάματα έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν, που οι πιστοί τα αποδίδουν στη θαυματουργή εικόνα. 

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΥΣΟΥΦ

Με βομβαρδισμούς σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά κυρίως στη περιοχή της Κερύνειας στο σημείο "Πέντε Μίλι" κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος, έγινε επίθεση και απόβαση του Τούρκικου στρατού και παρά την ηρωική αντίσταση ολίγων εθνοφρουρών, οι ορδές του Αττίλα κατάφεραν να αποβιβάσουν αρκετά στρατεύματα στην παραλία. 

Ήταν ο πόλεμος άγριος, ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις.

Εγώ με τέσσερις συντρόφους μου σκεφτήκαμε και μπήκαμε σε μια βάρκα να πάμε στο επόμενο πολυβολείο για να βάλουμε από κοντινότερη απόσταση ενάντια στον εχθρό που αποβιβαζόταν. Με την μηχανή στο φουλ για να φτάσουμε πριν μας εντοπίσει κάποιο αεροπλάνο, κοντέψαμε στο πολυβολείο και είδαμε στρατιώτες ντυμένους όπως εμείς να σηκώνουν τα χέρια και να μας χαιρετούν και να μας γνέφουν. Σίγουροι  ότι ήταν δικοί μας, συνεχίσαμε να πλέουμε προς το μέρος τους.

Ήταν όμως δυστυχώς Τούρκοι που είχαν καταλάβει το πολυβολείο και  μας ξεγέλασαν. Μόλις κοντέψαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. ΅Εγώ ήμουν στο τιμόνι, και αμέσως ενστικτωδώς έκλωσα τη βάρκα και την έριξα στην ακτή λίγο παραπέρα πάνω σε μεγάλα βράχια. Έσπασε και βούλιαξε, και όλοι οι σύντροφοι μου σκοτώθηκαν. Τους κομμάτιασαν οι εχθρικές σφαίρες τα κεφάλια. Ήταν ένα θέαμα φρικτό, θα το θυμάμαι όσο ζω. Με πυρά να μας βάζουν ανηλεώς και καταπονημένος από τη σύγκρουση, πετάχτηκα από τη βάρκα που βούλιαζε και έτρεξα μακριά να σωθώ από τους Τούρκους που αλάλαζαν θριαμβευτικά.

Χωρίς όπλο καθώς όλα είχαν βουλιάξει με τη σύγκρουση, έτρεχα να φύγω, ενώ ένιωθα το σφύριγμα από τις σφαίρες γύρω μου. Θυμάμαι έτρεχα για ώρα, είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, ώσπου έφτασα σε ένα μέρος με ψηλές κολώνες και τοίχους, ίσως σκέφτηκα εκεί να έβρισκα κρυψώνα.

Σταμάτησα να ανασάνω και κατόπτευσα την περιοχή για να διαπιστώσω ότι δυστυχώς σε όλες τις μεριές υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Κατάλαβα ότι δεν είχα ελπίδα, θυμήθηκα τον Άγιο Γεώργιο και άρχισα να τον παρακαλώ.

Κρυβόμουν κουρνιασμένος πίσω από μια μεγάλη κολώνα κάμποση ώρα. Δεν είχα διέξοδο, ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα εντοπιζόμουν. Φοβισμένος και αλαφιασμένος, ήμουν σίγουρος για την τύχη που μου έμελλε.

Και καθώς οι κακές σκέψεις με έθλιβαν, για ύστατη παρηγοριά προσευχόμουν στον Άγιο Γεώργιο τον προστάτη μου, και έλπιζα σε ένα θαύμα από αυτόν.

Πέρασε κι΄ άλλη ώρα, ξαφνικά άκουσα πίσω μου ένα ανεπαίσθητο θόρυβο, γύρισα και είδα έναν Τούρκο αξιωματικό να με σημαδεύει με ένα πιστόλι.

-Ψηλά τα σιέρκα, μου είπε στα Κυπριακά.

Με είδε που συντρομάχτηκα και συνέχισε,

-Μην φοβάσαι, έν θα σε σκοτώσω. Προχώρα εμπρός και μην κατεβάζεις τα χέρια. Και μου έδειξε μια κατεύθυνση να προχωρήσω.

Περπατήσαμε πολλή απόσταση, περάσαμε ανάμεσα από άλλους Τούρκους στρατιώτες και ακόμα πηγαίναμε. Άρχισα να σκέφτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά, που με έπαιρνε, γιατί δεν με παρέδιδε, γιατί σιωπούσε;

Φοβισμένος καθώς είχα ακούσει πολλά για την αγριότητα των Τούρκων, μου πέρασε από το νου μήπως με έπαιρνε σε κάποιο φαράγγι να με εκτελέσει. Δεν μιλούσε, μόνο με σημάδευε και όλο μου έγνεφε να προχωρώ.

Περπατήσαμε πολλή απόσταση, και όταν φτάσαμε σε μια έρημη περιοχή που δεν είχε Τούρκους στρατιώτες, μου ξαναλέει,

-Ως εδώ φτάνει, μπορείς να φύγεις, είσαι ελεύθερος.

Μου εξήγησε πώς να φύγω για τις ελεύθερες περιοχές ώστε να μήν ξανασυλληφθώ, και γύρισε φεύγοντας και μένοντας εγώ σαστισμένος για την καλή μου τύχη και για την καλή καρδιά του Τούρκου αξιωματικού.

Τα λόγια δέθηκαν κόμπος από τη χαρά μου και από τη σύγχυση δεν βρήκα μιλιά να τον ευχαριστήσω.

Το είναι μου πλημμύρησε αγαλλίαση και το μόνο που αισθανόμουν ήταν η μεγάλη ανακούφιση που ένιωσα, ίδια με αυτήν ενός που πνίγεται στη θάλασσα και δεν αναπνέει, που είναι σίγουρος για το τέλος της ζωής του, και ύστερα ξαφνικά επιπλέει του νερού και τα πνευμόνια του γεμίζουν αέρα και οξυγόνο. 

Από τότε πέρασαν δεκαετίες και το περιστατικό που μου σημάδεψε για πάντα τις σκέψεις, ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου…

Ώσπου ξαφνικά μια μέρα του Αγίου Γεωργίου στις 25 Απριλίου, ξύπνησα στις πέντε το πρωί από ένα δυνατό σοκ που ένιωσα. Ήρθε στη σκέψη μου ολοκάθαρη η μορφή ενός παιδικού μου φίλου, ενός Τούρκου νεαρού που μαζί σαν ήμασταν μικρά παιδιά δέκα χρονών, βόσκαμε μαζί τα πρόβατα στα χωριά της Λέμπας και της Χλώρακας. Ήταν μια αποκάλυψη από τον Άη Γιώργη, ο Τούρκος αξιωματικός -ήμουν σίγουρος-, που μου χάρισε τη ζωή και με γλύτωσε από τους άλλους Τούρκους, ήταν ο φίλος μου ο παιδικός, ο Γιουσούφ. Που μαζί στα βοσκοτόπια, τα μεσημέρια καθόμασταν στον ίσκιο του παρεκκλησιού του Αγίου Γεωργίου και ανοίγοντας τη βούρκα έβγαζε χαλλούμι και ψωμί και τρώγαμε παρέα. 

Σοκαρισμένος από το όνειρο μου, ντύθηκα και κίνησα πριν ακόμη πάει ο ιερέας στο μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για να ευχαριστήσω τον Άγιο, εκεί που με τον φίλο μου παιδάκια τότες καθόμασταν στον ίσκιο του για να ξεκουραστούμε.

ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ 

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι υπάρχει θεός και ζητούν αποδείξεις για την ύπαρξη του. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που με συλλογιστικές αποδείξεις προσπαθούν να περιγράψουν και να αποδείξουν την ύπαρξη του. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η παρουσία των απεσταλμένων του σε εμάς με τρόπο που δεν χωρεί αμφισβήτηση, που όσοι είναι τυχεροί ήρθαν σε άμεση επαφή και ένιωσαν την παρουσία του και τη χάρη του στην προσωπική τους ζωή και χαράχτηκαν πανω τους ανεξίτηλα τα αποτυπώματα του.

Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού ήρθε σε μένα με τη μορφή ανθρώπων, ίσως Αγγέλων, με τρόπο εμπειρικό και αδιαφιλονίκητο τέτοιο, ώστε να μαρτυρώ θριαμβευτικά, όχι θεωρητικά και συλλογιστικά, αλλά μαρτυρώντας γεγονότα που συνέβησαν σε μένα τον ίδιο.

Ήταν χρόνια δύσκολα πριν τον πόλεμο του΄74, ήταν αναδουλειές, έτσι έφυγα και ξενιτεύτηκα, πήγα στα καράβια. Κάθε που πιάναμε Ελληνικό λιμάνι, ή κάθε που ξεμπαρκάριζα επισκεπτόμουν έναν κουμπάρο μου που σπούδαζε στον Πειραιά. Ήταν το σπίτι που νοίκιαζε στα Πετράλωνα σε μια πάροδο δίπλα από μια εκκλησία και απέναντι από ένα γραφείο κηδειών. Το μπαλκόνι του υπνοδωματίου χωριζόταν από τους πεθαμένους μόνο λίγα μέτρα, τόσο όσο το πλάτος που είχε το στενό δρομάκι. Ήταν ένα γραφείο πολυάσχολο και μέρα νύχτα βλέπαμε τους ψυχρούς ανθρώπους χωρίς να νοιάζονται που ήσαν θέαμα στους άλλους ανθρώπους να ασχολούνται με το φτιασίδωμα των πεθαμένων, τους έφτιαχναν και τους στόλιζαν για το στερνό τους ταξίδι. Είδα πολλά, είδα νιούς και γέρους, είδα συγγενείς πλούσιους και  φτωχούς να κάνουν κηδείες ταπεινές ή λαμπερές. Είδα στο θάνατο να υπάρχουν διακρίσεις. Ένιωσα να είναι άδικο, ήξερα ότι οι άνθρωποι στο θάνατο είναι ιδιοι, έτσι μας έλεγαν στα σχολεία και έλεγα,

-μα δεν υπάρχει Θεός να δει τις παραξενιές των ανθρώπων;

Είδα και άλλα πολλά στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, είδα πολλές κακές συμπεριφορές ανθρώπων. Ήμουν νέος και είδα πολλά άδικα να συμβαίνουν, η αντίδραση μου ήταν να καταλήξω να μην πιστεύω ότι υπάρχει θεός, πίστεψα ότι Παράδεισος και Κόλαση ήταν πανω στη γη. Έτσι για όλα αυτά κατεληξα ενας άσωτος, προσπαθούσα εις βάρος άλλων να κερδίζω χρήματα, και ήμουν πολύ καλός σε αυτό. Δεν πήγαινα στις εκκλησιές. Από μέσα μου έλεγα σ αυτές πάνε οι αργόσχολοι και οι συγγενείς των πεθαμένων όταν υπάρχουν μνημόσυνα. Πήγαινα μόνο κάποτε για το θεαθήναι όταν ήταν μεγάλες γιορτές, αφού έτσι θέλουν τα έθιμα και η κοινωνία μας.

Περνούσε ο καιρός, οι επιχειρήσεις μου πήγαιναν καλά και η ζωή μου καλύτερα. Ήμουν ένα επιτυχημένος έμπορος, είχα πολλά χρήματα, αλλά μάζευα και άλλα, πολλές φορές εις βάρος των άλλων ανθρώπων. 

Μια μέρα πέθανε ένας στενός μου συγγενής στη Λεμεσό, το πολυτελές αυτοκίνητο μου ήταν στο μηχανικό, έτσι δανείστηκα ένα άλλο και από την Πάφο ξεκίνησα να πάω στην κηδεία. Ήταν το αυτοκίνητο λίγο στενάχωρο και χαμηλής ιπποδύναμης, είπα από μέσα μου, τυχερός εγώ που είχα πολλά χρήματα και είχα σπουδαίο αμάξι. Στο δρόμο έξω από την Επισκοπή συνάντησα ένα ατύχημα με αυτοκίνητα, έτσι λοξοδρόμησα και πήρα το δρόμο του Τραχωνίου σκεφτόμενος ότι αν τα αυτοκίνητα ήταν Ευρωπαϊκής κατασκευής, σίγουρα δεν θα υπήρχαν σκοτωμένοι, αλλά ίσως οι άνθρωποι δεν ήσαν πλούσιοι σαν εμένα, έτσι αγόρασαν Γιαπωνέζικα φτηνά αυτοκίνητα. Και ήμουν ευχαριστημένος γιατί είχα πολλά χρήματα και είχα σπουδαίο αυτοκίνητο που αντέχει στα τρακαρίσματα. 

Σαν έφτασα λίγο πριν τη πόλη, σε ένα γεφύρι συνάντησα δυο ανθρώπους που έκαναν ωτοστόπ. Σταμάτησα και τους πήρα μαζί μου. Ήσαν ντυμένοι με απλά ρούχα, και είχαν μορφές συμπαθητικές και ευγενικές. Στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού υπήρχαν διάφορα πραγματα, έτσι κάθισαν στο πίσω κάθισμα και οι δύο. Γυρίζει ο ένας και αποκαλώντας με με το όνομα μου, με ρώτησε πως είναι στην Πάφο. Σκέφτηκα μήπως γνωριζόμασταν και δεν τον θυμόμουν. Μου λέει ο άλλος, -μην στενοχωριέσαι, ο ξάδερφος σου πήγε σε έναν άλλο κοσμο καλύτερο. Υπολόγισα μήπως κατάλαβαν από το στενάχωρο πρόσωπο μου ότι πήγαινα σε κηδεία. Συνεχίζει ο άλλος να μου, λέει -δεν κατάφεραν να ζήσουν, πέθαναν και οι δυο στο δυστύχημα. Σκέφτηκα μήπως το πληροφορήθηκαν τηλεφωνικώς. Ενώ συνέχιζαν να μου μιλούν, εγώ διερωτόμουν μήπως υπηρχε κάτι παράλογο και τα ήξεραν όλα, αφου δεν θυμόμουν να τους γνωρίζω. Στη συνέχεια μου λέει ο ένας να μην ανησυχώ για το αυτοκίνητο μου, διότι η ζημιά που είχε ήταν μικρη. Σκέφτηκα δεν έπρεπε να γνωρίζουν για το χαλασμένο αυτοκίνητο μου, και απορημένος τους κοίταξα μέσα από τον καθρέπτη του οδηγού για να τους ρωτήσω ποιοι είναι και πως τα ξέρουν. Και τι βλέπω, δύο φωτοστέφανα υπήρχαν πάνω από τα κεφάλια τους που με θάμπωναν. Σαστισμένος ακούω τον άλλο να μου λέει, εσύ νομίζεις πως δεν πιστεύεις στο Θεό, όμως κατά βάθος μέσα σου, έχεις πίστη σε αυτόν. Κατάλαβα ότι δεν είχα να κάνω με συνηθισμένους ανθρώπους… Συνέχισαν μιλώντας μου για την ζωή μου ολόκληρη, για τον άσωτο μου βίο, και για άλλα πολλά. Τους άκουγα συγκινημένος, σίγουρος ότι ήσαν Άγγελοι του ουρανού, απεσταλμένοι του Θεού, που με προειδοποιούσε. Σε κάποιο σημείο μου είπαν να σταματήσω για να κατεβούν. Σταμάτησα και κατέβηκα βιαστικά να τους ανοίξω τις πόρτες, άνοιξα την πρώτη πόρτα και έσκυψα μέσα… Τα καθίσματα, ήσαν άδεια!  

ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ

Πάντα ο Άγιος Εφραιμ βοηθά, πολλοι το γνωρίζουν, έχει ένα εκκλησάκι στη Χλώρακα και πολλοι πιστοί πηγαίνουν να προσευχηθούν και πολλοι πιστοί μιλούν για τη μεγάλη του χάρη.  

"Δυστυχώς οι εξετάσεις έδειξαν αυτό που φοβόμασταν, ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, θα κάνουμε όμως ότι μπορούμε. Αλλά σ αυτές τις περιπτώσεις η επιστήμη δεν κάνει θαύματα, μόνο ο Θεός μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.

Πρόκειται περί καρκίνου σε προχωρημένο στάδιο, χρήζει άμεσης επέμβασης. Τα πραγματα δεν είναι καλά, αλλά θα κάνουμε ότι μπορούμε".
Από την ωρα που το έμαθα κλείστηκα στο δωμάτιό μου και κοιτώντας την εικόνα του Αγίου στη κορνίζα
 πάνω στον τοίχο, με κλάμα και παράπονο άρχισα να προσεύχομαι και να του ζητώ να με γλυτώσει.

Στην αμέτρητη ωρα που πέρασε, εκεί που απόκαμα και ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μου φάνηκε ότι ήμουν στο εκκλησάκι του Άγιου Εφραίμ, ήταν έξω σκοτάδι πυκνό, αλλά μέσα έλαμπε όλη η εκκλησιά από φως που έβγαινε από το ιερό, ένα φως χαρούμενο κίτρινο σαν το χρυσάφι και είχε σχήμα και έμοιαζε με ανθρώπινη φωτινή φιγούρα. Το πρόσωπο του μόλις ξεχώριζε, μου φάνηκε ίδιο με την εικόνα στο εικονοστάσι, μου φάνηκε ήταν ο Άγιος Εφραίμ. Αμέσως μια γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή μου, ηρεμία κυρίευσε το νου μου, και δεν στενοχωριόμουν για την αγιάτρευτη αρρώστια μου, ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν καλά. 

Την άλλη μέρα πρωί, πήγα να προσκυνήσω τον Άγιο στο μικρό ξωκλήσι, και είδα κόσμο μέσα και έξω να λειτουργείται. Αμέσως κατάλαβα ότι μου φανερώθηκε την ημέρα που γιόρταζε, ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότης η εμφάνιση του σε μένα, ήμουν σίγουρος ότι θα με έκανε καλά.

Από εκείνη την ωρα ένιωσα μέσα μου πνευματική ανάσταση, σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι τόσο μικροί στη μεγαλοσύνη του σύμπαντος, απειροελάχιστη αναλαμπή μικρού σπινθήρα φωτός και προσωρινοί με διάρκειας ζωής ασήμαντης απέναντι στην αιωνιότητα. Κάθε πρωί με τη δροσιά πριν ο ήλιος ανατείλει, επισκεπτόμουν το εκκλησάκι και νοερά μέσα σε κατάνυξη και προσευχή ένιωθα ότι συνομιλούσα με τον Άγιο. Ένιωθα απέραντη γαλήνη, δεν φοβόμουν το θάνατο ούτε αν θα μαρτυρούσα πριν επέλθει, ένιωθα καλά στη ψυχή, στο μυαλό και στη σκέψη.

Οσο οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι άνθρωποι έμεναν παραξενεμένοι με τη συμπεριφορά μου, οι γιατροί το ίδιο, αντί να δίνουν αυτοί κουράγιο σε μένα, έδινα εγώ σε αυτούς. Ήταν τόση η σιγουριά μου ότι ήμουν κοντά στο Θεό, που χωρίς να ξέρω αν θα ζήσω ή πεθάνω, χωρίς να στενοχωριέμαι αν θα τέλειωνε η ζωή μου, ήμουν απόλυτα γαληνεμένος και δυνατός έτοιμος να αντιμετωπίσω την αρρώστια μου, ήμουν απόλυτα αισιόδοξος. 

Ο καιρός πέρασε. Έκανα χημειοθεραπείες, εγχείρηση και ξανά χημειοθεραπείες, ώσπου ύστερα από πάρα πολύ καιρό νιώθω απόλυτα υγιής, η αρρώστια νικήθηκε και έφυγε, εγώ όμως συνεχίζω να πηγαίνω κάθε εβδομάδα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ και να ανάβω ένα κερί, και ύστερα να κάθομαι στο σκάμνο και να κάνω περισυλλογή. Σκέφτομαι ότι όλες οι συνομιλίες μου και οι επαφές που είχα με τον Άγιο ίσως να ήταν στη σκέψη μου και στη φαντασία μου, δεν είχε όμως σημασία. Το σίγουρο ήταν ότι συνέβηκε μέσα στο μυαλό μου ένα θαύμα, ίσως από τον φόβο της αρρώστιας να αντέδρασε και να με έκαμε να πιστέψω στην ανωτερότητα του θεού, σημασία είχε ότι αυτή η πίστη που ένιωσα με γαλήνεψε, με ηρέμισε, με έκαμε να αισθάνομαι διαφορετικά, να αισθάνομαι απέραντη πίστη στο Θεό και ατέλειωτη δύναμη στη ψυχή, μια απέραντη πίστη που με γιάτρεψε. 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ 

Το βαφτιστικό όνομα της γυναίκας μου ήταν Μαρινέλλα αλλά όλοι την φωνάζαμε εν συντομία Λούλλα. Είχαμε τέσσερα χρόνια παντρεμένοι και δύο παιδιά τριών και δύο ετών, τον Πάμπο και την Αγγελική, ονόματα που τους δώσαμε τιμής ένεκεν του πατέρα μου Χαράλαμπου και του πεθερού μου Αγαθάγγελου.

Και τα δύο τα γεννήσαμε στη Γεροσκήπου σε ένα σπίτι που της το έδωσαν προίκα οι γονείς της. Ήταν κτισμένο καινούργιο, αλλά σε κακή κατάσταση καθώς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του ήταν κακής ποιότητας. Το χειμώνα έβαζε νερά από παντού, από τους τοίχους και από την ταράτσα. Ξόδεψα πολλά χρήματα να το επισκευάζω, αλλά η κατάσταση δεν διορθωνόταν. Υπήρχε πολλή υγρασία και τα μικρά παιδιά υπέφεραν και αρρωστούσαν.

Έτσι αποφάσισα να κτίσω καινούργιο σπίτι στο χωριό μου, στη Χλώρακα. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, είχα χρήματα στη τράπεζα, έτσι αγόρασα ένα οικόπεδο το οποίον ήταν σε περιουσία που άνηκε στη μητέρα μου αλλά ο πατέρας μου το είχε πουλήσει μιαν παλαιότερη εποχή.

Έκτισα λοιπόν το πρώτο συγκρότημα κτιρίων σε ανώγι και κατώγι όπου το σπίτι ήταν στο ανώγι και στο κατώγι μεγάλες αποθήκες και μεγάλα ψυγεία για φύλαξη των φθαρτών, καθώς να ωριμάζω και πράσινες μπανάνες. Επικέντρωσα τη δουλειά και έκανα τις αποθήκες χώρο συγκέντρωσης των οπωρικών όπου έκανα αγοραπωλησίες με παραγωγούς και εμπόρους, και τα βράδια όσα περίσσευαν τα φόρτωνα σε φορτηγά και οι οδηγοί μου τα μετέφεραν στις μεγάλες αγορές των Επαρχιών,

Οι δουλειές πήγαιναν καλά, δεν χρωστούσα στις τράπεζες, αλλά ακόμα είχα κάποια κεφάλαια δικά μου. Ένεκα αυτής μου της οικονομικής άνεσης αγόρασα ακόμα δύο φορτηγά, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες και έστρωσα μια δουλειά ρολόι. Αγόρασα και μια κούρσα Vauxhall Cavalier, την οποία κυρίως οδηγούσε η σύζυγος μου. Ήταν ένα ωραιότατο μπλε αμάξι 20 ίππων, πλατύ και μακρύ, άνετο με πολυθρόνες πολυτελείας. Την είχα εκπαιδεύσει στο μικρό φορτηγάκι και έμαθε να οδηγά καλά. Ήταν όμορφη, και μέσα στο ωραίο Cavalier έδειχνε ομορφότερη.

Όμως ήταν εποχές που η πλειονότης του πληθυσμού δεν είχε συνέλθει ακόμα από τις πληγές του πολέμου, και υπήρχε πολύς κόσμος που δυστυχούσε. Έτσι ίσως κάποιοι ζηλόφθονες τρίμματοι τη ζήλεψαν και τη μάτιασαν και της προκάλεσαν δεινά. Αλλά από την άλλη επειδή ο Θεός με αγαπά και με προστατεύει -έτσι πίστευα και ακόμα πιστεύω για λόγου μου-, προστάτευσε την οικογένεια μου από το μεγάλο κακό που ίσως της προκάλεσαν οι τρίμματοι.

Στη γειτονιά λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι μου είναι κτισμένο ένα παλιό μικρό ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μηχαήλ στο οποίο συνήθιζα κάθε Σάββατο να επισκέπτομαι να προσκυνώ και να προσεύχομαι να έχει καλά την οικογένεια μου και όλους τους ανθρώπους.

Έτσι μια επόμενη μέρα ενός Σαββάτου όταν η δουλειά ήταν πολλή και χρειάστηκε η σύζυγος μου να βοηθήσει τις εργάτριες στη συσκευασία μπανανών, και επειδή τα παιδιά έκλαιγαν ασταμάτητα, σκέφτηκε να τα μεταφέρει στη Μεσόγη, στη μάνα της, να τα προσέχει.

Οι εργάτριες έφθασαν πρωί, και ξεκίνησαν δουλειά να κόβουν και να συσκευάζουν τις μπανάνες. Κάθε φορά συσκευάζαμε 400 κιβώτια και βάλε, ήταν μια εργασία σκληρή και επίπονη, αλλά τις πλήρωνα καλά και έτσι αυτές με όρεξη εργάζονταν σαν μέλισσες. Τα κιβώτια στοίβες στην αποθήκη, οι παραγωγοί έφθαναν με προϊόντα τα οποία παραλαμβάνοντο και στοιβάζονταν σε μεγάλες σειρές, ενώ ταυτόχρονα οι εμπόροι κατέφθαναν και άρχιζε το αλίσι βερίσι.

Στη φούρια της δουλειάς δεν πρόσεξα ότι η σύζυγος μου αργούσε να επιστρέψει. Όταν σε μια στιγμή αργά κοντά μεσημέρι το διαπίστωσα, άρχισα να ανησυχώ. Όμως ήταν μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, έτσι δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω να μάθω τι συμβαίνει.

Την ίδια στιγμή όμως, ένα ταξί σταμάτησε και από μέσα κατέβηκαν η σύζυγος μου με τα παιδιά και την πεθερά μου. Ο νους μου πήρε στροφές και κατάλαβα ότι είχαν κάποιο δυστύχημα, αλλά η χαρά μου ήταν μεγαλύτερη από την ανησυχία καθώς τους είδα όλους σώους και καλά στην υγεία τους. Έτρεξα κοντά τους γεμάτος ταραχή και έμαθα ότι πράγματι είχαν αυτοκινητικό δυστύχημα.

Οδηγούσαν στη πλατιά κατηφορική λεωφόρο προς τη Πάφο όταν σε κάποιο σημείο φρενάροντας ελαφριά, δυστυχώς το αυτοκίνητο πατώντας σε χυμούς σταφυλιών που υπήρχαν πάνω στο οδόστρωμα γλίστρησε, και πηγαίνοντας ζιγκ ζαγκ ξέφυγε από το δρόμο, αναποδογυρίστηκε και γυρνώντας τούμπες ακινητοποιήθηκε σε παρακείμενο χωράφι. Όλοι βρέθηκαν πεσμένοι στο φρεσκοοργωμένο χωράφι ευτυχώς χωρίς κανείς να έχει πάθει απολύτως τίποτα. Στις πολλές ανατροπές του αυτοκινήτου, σε κάθε ντεραπάρισμα οι επιβαίνοντες πετιόνταν με φόρα από τις πόρτες και τα παράθυρα πέφτοντας πάνω στο μαλακό χώμα.

Κανείς δεν τους πήρε είδηση καθώς τροχαία κίνηση δεν υπήρχε εκείνη την ώρα, έτσι όλοι υγιείς αφού συνήλθαν από το σοκ σταμάτησαν ένα περαστικό ταξί και εγκαταλείποντας το αναποδογυρισμένο cavalier, επέστρεψαν.

Μες τη πολλή χαρά μου που τους είδα όλους σώους χωρίς καμιά γρατσουνιά, ο νους μου αμέσως πήγε στον γείτονα μου Άγιο Αρχάγγελο που τους προστάτεψε.

Και όταν ύστερα πήγα στο τόπο του δυστυχήματος αντικρύζοντας το αυτοκίνητο ως μια άμορφη μάζα παλιοσίδερων, κατάλαβα πόσο σοβαρό ήταν το δυστύχημα. Σίγουρα όποιος περαστικός το αντίκρυζε, αμέσως θα υπέθετε με σιγουριά πώς κανείς επιβάτης δεν θα είχε γλυτώσει.

Αλλά σε εμένα και στην οικογένεια μου, έλαχε να έχουμε τύχη βουνό και τον Άγιο Μηχαήλ προστάτη. Ένα Αρχάγγελο που τον όρισε ο Θεός να παίρνει τις ψυχές, αλλά που σε εμάς χαρίστηκε και προστάτευσε τις ζωές μας. Διότι αν πάθαιναν κακό οι δικοί μου, σίγουρα θα καταστρεφόταν και η δική μου ζωή καθώς δεν θα άντεχα τόσο μεγάλο πόνο.

Αμέσως έκαμα τάμα στον Άγιο, και την άλλη μέρα παράγγειλα ιερά άμφια για την Αγία τράπεζα και την ιερή πύλη του μικρού ναού.

Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, και ακόμα μέχρι σήμερα, αυτά τα ιερά άμφια σκεπάζουν την Αγία τράπεζα και την ιερά πύλη.  

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ 

Ο Όμπασιης στα νεαρά του χρόνια στη φτοχωγειτονιά της μακρινής Τίμης που γεννήθηκε και αναγιώθηκε, πέρασε δύσκολα χρόνια μεγάλης φτώχιας, γιατι οι γονείς του ήσαν φτωχοί και άκληροι. Πολλές ήταν οι φορές που δεν υπήρχε στο σπίτι φαγητό, και πάρα πολλές οι φορές που οι γονείς του ήσαν στεναχωρημένοι γιατι δεν έβρισκαν δουλειά να θρέψουν τα παιδιά τους.

Ήταν μια κρίσημη χρονική περίοδος όπου τον κόσμο σχεδόν ολόκληρο συγκλόνισε η οικονομική ύφεση του μεσοπολέμου που διήρκησε πολλά χρόνια. Ήταν μια κρίση οδυνηρή και καταστροφική.

Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι είδαν τα προϊόντα τους να μένουν αδιάθετα και το εισόδημα τους να εξανεμίζεται. Οι εργάτες έχασαν τις δουλειές τους, ή μειώθηκαν οι μισθοί τους.

Στη Κύπρο τα πράγματα ήταν χειρότερα, γιατί ήταν μια μικρή χώρα με μικρή οικονομία. Ο πληθυσμός πτώχευσε και οι εργάτες δεν έβρισκαν εργασία, ούτε οι γεωργοκτηνοτρόφοι μπορούσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Το έγκλημα στα αστικά κέντρα άνθισε, και πολλοί προσπαθούσαν να επιβιώσουν ξεγελώντας ή κλέβοντας ο ένας τον άλλο. Στα χωριά οι παρανομίες ήταν μικρότερες, οι κλέφτες αρκούνταν να κλέψουν καμιά όρνιθα ή κανένα πρόβατο για να θρέψουν τις οικογένειες τους.

Η Βρετανική κυβέρνηση θέσπισε αυστηρούς νόμους, και τιμωρούσε παραδειγματικά τους ενόχους, θέλοντας να περιορίσει την παρανομία. Αλλά οι παράνομοι από την ανάγκη της μεγάλης δυστυχίας τους, συνέχιζαν το έργο τους με τον κίνδυνο να καταδικαστούν. 

Μέσα σ αυτή τη μιζέρια ο Όμπασιης σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν πολύ ριψοκινδυνο όυτε μεγάλη αμαρτία αν κάθε τόσο άρπαζε καμιά όρνιθα από το διπλανό γουμά του παπά της κοινότητας.

Είχε ο παπάς ένα τεράστιο τόπο τελιασμενο, όπου μέσα υπήρχαν δεκάδες παχουλές όρνιθες, οι οποίες κάθε μέρα έβοσκαν στο μεγάλο περβόλι που ήταν συνέχεια του γουμά. Το είχε φυτεμένο με όλα τα καλά, και οι καρποί κρέμμονταν λαχταριστοί από τα κλωνιά. Έβλεπε λοιπόν, πως ο γείτονας του είχε υπέρ του δέοντος τροφή, ώστε σκέφτηκε, θα ήταν χειρότερη αμαρτία σαν μικρό παιδί να πεινά, παρά σαν μικρό παιδί να κλέβει για να χορτάσει.

Έτσι κάθε τόσο καιρό, βουτούσε μια όρνιθα, και την μαγείρευε και την έτρωγε, και την ευχαριστιόταν.

Ήταν όμως τίμιος και ένιωθε ενοχές, καταλάβαινε ότι αμαρτούσε, ότι δεν ήταν σωστό, αλλά παρ όλα αυτά, έλεγε μέσα του,

-ας όψεται η φτώχεια και η ανάγκη.

Από πάνω είχε και πολλή εκτίμηση και σεβασμό στον παπά, και η καρδιά του μαράζωνε και είχε τύψεις γιατί έκλεβε έναν άγιο άνθρωπο του Θεού.

Έτσι εχόντως των πραγνάτων κυλούσαν όλα ομαλά και καλά , ο παπάς δεν αντελίφθηκε τίποτα, και ο καιρός πέρασε.

Και ήρθε ένας καιρός έφηβος πλέον, χαρτώθηκε μια κοπέλα που του προξένεψαν στη Χλώρακα.

Σκέφτηκε όμως πριν να μετοικίσει στους ξένους τόπους, ότι έπρεπε να απολογηθεί στον παπά και να ομολογήσει την αμαρτία του. Ήξερε ότι η εξομολόγηση ήταν μεταξύ αμαρτωλού και παπά, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα και φονικό ακόμα αν ήταν, να ομολογήσει την εξομολόγηση σε άλλον εκτός του Θεού. Πιστεύοντας πως αυτό θα γινόταν και με την περίπτωση τη δική του, πήγε στον παπά και εξωμολογήθηκε.

Γονάτησε και είπε τις αμαρτίες του, ζήτησε συγχώρεση και άφεση, και του είπε ακόμη να μην ανησυχεί πλέον, δεν θα χαθούν άλλες όρνιθες.

Υστερα ευχαριστημένος, την άλλη μέρα κίνησε για τα ξένα μέρη. Νιώθοντας ανακούφιση από την εξομολόγηση του, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να γνωρίσει καινούργιους τόπους και ανθρώπους, να δουλέψει τίμια και να μην χρειαστεί άλλο στη ζωή του να κλέψει.

Τα πεθερικά του παραχώρησαν μια γωνιά στο ασιερονάρι να κοιμάται, ώσπου να τον παντρέψουν και να του επιτρέψουν να κοιμάται σε καινούργιο σπιτικό με τη σύζυγο του.  

Μόλις πρόλαβε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, και με το ξημέρωμα ήρθαν οι Εγγλέζοι επικουρικοί και τον πήραν. Του έβαλαν χειροπέδες, τον φόρτωσαν σε ένα τζιπ, και έφυγαν.

Τι είχε συμβεί;

Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε τον Όμπασιη που έκλεβε τες όρνιθες, ο παπάς όμως δεν τον συγχώρησε. Πήγε στην αστυνομία και κατά παράβαση κάθε ηθικής, τον κατήγγειλε ως κλέφτη κατά συρροή.

Τον δίκασαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, και τον βρήκαν ένοχο. Τον καταδίκασαν αυστηρά, και τον έκλεισαν για δυο μήνες στη φυλακή ως τιμωρία, θέλοντας έτσι να δώσουν παράδειγμα στους όσους άλλους επίδοξους κλέφτες.

Ο Όμπασιης εξέτισε την ποινή του, και ευτυχώς τα πεθερικά του δεν θεώρησαν τη φυλάκιση του αιτία για να διαλύσουν τους αρραβώνες, οπότε επέστρεψε πίσω στη χαρτωμένη του. Από τότες όμως, δεν ξαναπήγε εκκλησιά, και μισούσε όλους τους παπάδες. Ακόμα και για να στεφανωθεί, με πολλή δυσκολία δέχτηκε να σταθεί ενώπιον του παπά έστω και αν ήταν άλλος από εκείνον τον μιερό που αμάρτησε προδίδοντας το λειτούργημα του ιερού μυστηρίου της εξομολόγησης. 

ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ 

Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα έλκυε τους ανθρώπους. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους και θρύλους. Αναγνωρίζοντας την ζωοδότρα δύναμη του, πίστευαν ότι είχε δυνάμεις υπερφυσικές και απόκρυφες, πίστευαν ότι η πολλή αξία και δύναμη του συνδεόταν με τη ψυχή που μέσω της αποκτούσε ανώτερη αξία και όταν αποχωρίζονταν, η ψυχή αποκτούσε αθανασία που κάποιες φορές περιτριγύριζε στην ατμόσφαιρα χωρίς να βρίσκει αμάντα και ηρεμία.

Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή η κακή δύναμη και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να ταξιδεύσει όπου ανήκει, στην κόλαση ή στον παράδεισο.

Έτσι πολλοί έκαναν ξόρκια για ο μάτιασμα, τη βασκανία και το στοίχειωμα. Προσπαθούσαν δι αυτών των τρόπων να απελευθερώσουν τις ψυχές από τον εναγκαλισμό του διαβόλου που τις είχε αιχμάλωτες. 

Μια φορά έναν καιρό κοντά στο 1900 ένα νεαρόν παιδίν ο Γιαννάτζιης, ανέβηκε σε μια τρεμιθιά να τρυγήσει τρεμίθια, αλλά σε μια κακή στιγμή το κλαδί που πατούσε έσπασε, και με φόρα έπεσε κάτω στη γης και χτύπησε η κοιλιά του πάνω σε μια πέτρα μυτερή σαν το μαχαίρι, και σκίστηκε και άνοιξε, και το αίμα κυλούσε από το σώμα του σαν βρύση.

-Αχ",

φώναξε,  δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε δεχτεί με την πτώση του, είχε ανοίξει μια μεγάλη πληγή, και ένα κατακόκκινο αυλάκι ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε.

Ανήμπορος έμεινε κατάχαμα με φοβερούς πόνους να σπαρταρά σαν ψάρι έξω από το γιαλό. Έχοντας τις αισθήσεις του, καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να σταματήσει το γαίμα που έτρεχε, πως μέσα στην ερημιά που βρισκόταν κανείς δεν θα τον έβρισκε, πως δεν είχε σωτηρία. Ο φόβος του θανάτου άρχισε να τον σκιάζει και τρόμος τον έζωσε καθώς καταλάβαινε πως η ψυχή του έφευγε και αβοήθητος άφηνε την τελευταία του πνοή με πόνο στο κορμί και φόβο στη ψυχή. Καταλάβαινε πως ήταν η ώρα του θανάτου του και δεν ήταν έτοιμος. Ήταν νέος, δεν έζησε πολύ, δεν ήθελε να φύγει.

Ο θάνατος είναι πολύ φοβερός, όσοι δεν τον έχουν γευτεί δεν ξέρουν, οι στιγμές είναι αγωνιώδεις, το ξεψύχισμα δύσκολο. Ο ετοιμοθάνατος στις στιγμές αυτές που ο αρχάγγελος του παίρνει τη ζωή, με βλέμμα απλανές βλέπει τρομοκρατημένος να εγκαταλείπει τα εγκόσμια και ούτε τα παρακάλια στο Θεό βοηθούν, και φόβος τον καταλαμβάνει καθώς καταλαβαίνει πως ήρθε το τέλος.

Και χάνοντας τον έλεγχο με το περιβάλλον, ο Γιαννάτζιης με τα μάτια ανοιχτά χωρίς να βλέπει, παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής αντίκρυζε το χάρο να του παίρνει τη ζωή, και ψηλότερα στον ουρανό τον Αρχάγγελο Μηχαήλ με τη ρομφαία έτοιμο να τον αποτελειώσει.

Ικέτευε η ψυχή του εκείνη την ώρα, αυτός όχι. Δεν είχε τη δύναμη το σώμα του, ήταν αποτελειωμένο, σκοτωμένο, το μυαλό του θολωμένο. Και ο θάνατος άπονος, ανελέητος δεν ήθελε να προσπεράσει, έσκυψε να τον φορτωθεί να τον πάρει μαζί του. 

Ήταν την ώρα εκείνη του αποχωρισμού ζωής και ψυχής που τον βρήκε ο Λεωνής ο αδελφός του, που έβοσκε τα πρόβατα και έτυχε να περάσει από το μέρος εκείνη την ώρα. Τον βρήκε κάτω πεσμένο στο χώμα μισοπεθαμένο με όλο το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα. Αλαφιασμένος έβγαλε το βρακοζώνι και του έδεσε σφικτά την πληγή, μόλις πρόλαβε να μην χυθεί όλο, του έμεινε μια σταλιά. Ήταν η στιγμή που έφευγε η ψυχή. Του έδεσε τις πληγές, τον φορτώθηκε και τον μετέφερε στο σπίτι τους. Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.

Η κατάσταση ήταν  άσχημη, τον είχαν ξεγραμμένο. Όμως νέος και δυνατός, πάλεψε με το χάρο σαράντα μέρες. Αλλά η πάλη ήταν άνιση, νίκησε ο χάρος.

Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, που για παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν αναφορές στη δημοτική ποίηση δεισιδαιμονικές, πως η ψυχή εγκλωβίζεται και δεν φεύγει παρά μένει στη γήινη ατμόσφαιρα και βασανίζεται. Και το αίμα που πότισε τη γη, βογκά και οδύρεται. Κογκά και αναστενάζει, και οι κλαυθμοί τρομάζουν τα παιδιά και φοβίζουν τους ανθρώπους.

Το ίδιο συνέβηκε δυστυχώς με τον Γιαννάτζιη. Έμεινε η ψυχή του να αιωρείται και να μην φεύγει, έμεινε και η γη ποτισμένη με το αίμα του να αναστενάζει και να γογκά.

Και έμεινε το πνεύμα του στοιχειωμένο  και κάθε που φυσούσε άνεμος δυνατός, από τον τόπο που σκοτώθηκε, ακούγονταν κραυγές γοερές που προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις καρδιές ακόμα και των πιο άφοβων ανθρώπων.

Όλοι στο χωριό τρομοκρατημένοι, απέφευγαν να περνούν από εκείνο το μέρος. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του κοντά στα ξημερώματα, τα κογκήματα δυνάμωναν και έφταναν ως την άλλη άκρη του χωριού.

Και πίστεψαν οι άνθρωποι πως για να ησυχάσει η ψυχή του θανόντος, αλλά και οι ίδιοι από τους γοερούς κλαυθμούς, χρειάζονταν ξόρκια και αγιασμοί κατά πως λέγουν οι παραδόσεις, και ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει και να θυμιάσει.

Αλλά τίποτα καθώς δεν γινόταν, οι ίδιοι έκαμαν άλλα ξόρκια παγανιστικά. Έκαψαν λαρδί χοίρου και το έριξαν στην ποτισμένη με το αίμα του σκοτωμένου γη, για να φύγει το σατανικό πνεύμα. Και αφού το κακό συνεχιζόταν, πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα στο θυμιατήρι, έβαλαν κομμάτι από καρδιά χοίρου ώστε το στοισειό να μυρίσει την καπνιά να φύγει.

Έκαναν αυτά και άλλα πολλά, όταν κατά καιρούς το αίμα κογκούσε και αναστάτωνε το χωριό, η κατάρα όμως δεν έφευγε, και περνούσαν τα χρόνια. Ο τόπος οπου γίνηκε το κακό έγινε στο νου των ανθρώπων καταραμένος και κανείς δεν περπατούσε εκεί.

Πέρασε κι άλλος πολλής καιρός, μια μέρα έφθασε στο χωριό ένας καλόγερος. Ήταν ένας πολύ ευσεβής και Άγιος άνθρωπος, που κάποιοι έλεγαν πως με την προσευχή του έδιωχνε το διάβολο από σεληνιασμένους και δαιμονισμένους.

Γνώρισε το φοβερό πρόβλημα που είχαν οι χωριανοί, και τους λυπήθηκε.

Έτσι γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του ορμήνεψε τι να κάμει…

-Σήμερα του Αϊ Γιανιού,

του είπε,

-αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου και του πεθαμένου. Και όταν γίνει όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και τον καταραμένο τόπο. 

Έτσι ο Ττοουλής ο κύρης του σκοτωμένου νέου, βάφτισε το γιο του Γιαννάτσιη και αυτός με τη σειρά του καθώς του είχαν ορμηνέψει, όταν έγινε 33 χρονών έκαμε ξόρκι και Αγιασμό, και το κακό πέρασε. Το θαύμα γίνηκε, και η στοιχειωμένη ψυχή βρήκε αναπαμό.

Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες, που όποτε φυσούσε Χειμωνιάτικος αγέρας δυνατός, στο χωριό έπεφτε βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους καθώς ο γαίμα κογκούσε και η βουή του απλωνόταν στην ατμόσφαιρα και τους φόβιζε. 

Η ιστορία είναι πραγματική και συνέβηκε πραγματικώς, και ο νέος που σκοτώθηκε ήταν από την οικογένεια του Ττοουλουθκιού Σιαμμά.

Στα υστερινά χρόνια, κάποιοι γραμματιζούμενοι είπαν πως δεν κογκούσε το γαίμα, αλλά ήταν κάποιο νυχτερινό πουλί που φώναζε το ταίρι του.

Όμως η λογική αυτή εξήγηση, δεν εξηγεί γιατί με τον Αγιασμό σταμάτησε το κόγκημα και από τότε δεν ξανακούστηκε.

ΠΑΠΑΣ ΣΙΕΗΤΤΑΝΗΣ

Ήταν ένας στο χωριό κι αγαπούσε μια κοπέλα. Κάθε πρωί περνούσε από την εκκλησιά του Αη Γιάννη, άφηνε τα παπούτσια του στην πόρτα, έμπαινε μέσα, πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Άγιου και τον παρακαλούσε,

- Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε, κάνε τη Βασιλική να με αγαπήσει.

Ο παπάς που τον έβλεπε κάθε πρωί να πηγαίνει στην εκκλησία γεμάτος περιέργεια δεν άντεξε, πήγε μια μέρα και κρύφτηκε μέσα στο ιερό να ακούσει τι ζητάει με τόση πίστη κάθε μέρα από τον Άγιο.

Πήγε λοιπόν ο ερωτοχτυπημένος να προσευχηθεί μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου, και ο παπάς κρυμμένος στο ιερό, τον άκουσε να λέει,

- Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε, κάνε τη Βασιλική να με αγαπήσει.

Η Βασιλική ήταν η κόρη του παπά, και για να τον αποθαρρήνει καθώς δεν τον ήθελε για γαμπρό, σκαρφίστηκε να κάνει τον Άγιο. Οπότε ξαφνικά πίσω από την εικόνα του Άγιου ο ερωτοχτυπημένος ακούει μια άγρια φωνή :

-Δεν είναι για τα μούτρα σου η Βασιλιή.

Ο άνθρωπος μισοπεθαμένος από τον φόβο πετάχτηκε έξω από την εκκλησία, μα ξαναγύρισε σε λίγο για να πάρει τα παπούτσια του. Εκεί που τα παιρνε γύρισε, και με τη σκέψη πως και οι Άγιοι φοβέρα θέλουν, αγριοκοίταξε τον Άγιο και φώναξε,

-με η γλώσσα που έχεις, καλά κάμανε και σου κόψαν το κεφάλι. 

 ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΦΟΒΕΡΑ ΘΕΛΕΙ

Η λαϊκή παράδοση θέλει ένα βοσκό που έβοσκε τα πρόβατα του σε ένα ορεινό χωριό σε μια βουνοπλαγιά, μια μέρα που ξέσπασε δυνατή μπόρα, να ψάχνει για καταφύγιο.

 Θέλοντας να προστατευτεί ο ίδιος και τα πρόβατα του, αναζήτησε καταφύγιο σε ένα ερημοκλήσι του Άη Γιανιού που ήταν το μοναδικό κτίσμα πάνω στο βουνό.

Κατηύθυνε τα πρόβατα εντός του ναΐσκου, και πίσω αυτός με τη μαγκούρα οριζόντια στους δύο ώμους πίσω στον σβέρκο, δεν κατάφερνε να χωρέσει από την πόρτα καθώς η μαγκούρα έβρισε στον παραστατό της πόρτας.

Και καθώς λίγο αγαθός, σκέφτηκε πως ο Άγιος δεν τον άφηνε να μπει μέσα.

Θυμωμένος και νευριασμένος από την άγρια βροχή και με τον Άγιο που δεν τον άφηνε να εισέλθει εντός, κατέβασε το ραβδί από τους ώμους και το πρόταξε απειλητικά προς την πόρτα θέλοντας να φοβερίσει τον Άγιο να τον αφήσει να μπει μέσα. Αφού λοιπόν κατέβασε το ραβδί και την γύρισε οριζόντια, τον χώρεσε η πόρτα και εισήλθε εντός του ναού.

Όταν κατέβηκε στο χωριό, στο καφενείο, με καμάρι εξηγούσε στους χωριανούς του πως φοβέρισε τον Άη Γιάννη και τον άφησε να προφυλαχθεί από την βροχή και έλεγε συνέχεια πως,

-και ο Άγιος φοβέρα θέλει. 

ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη όπου μέσα μια άσχημη μάγισσα έβγαινε κάθε μέρα να λουστεί, σκορπίζοντας το φόβο και τον τρόμο στους ντόπιους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του καθώς το αγίασμα ήταν θαυματουργό, ούτε κανένας να καλλιεργήσει τα γύρω χωράφια από το νερό της.

Όμως ένας άφοβος νεαρός που μια μέρα περνούσε από το μέρος και θέλησε να πλυθεί, η μάγισσα προσπάθησε να τον φοβερίσει. Του όρμηξε αι με φωνές θέλησε να τον διώξει.

Τότε ο νεαρός με το ραβδί που κρατούσε τις έδωσε κάμποσες ξυλιές πάνω στη ράχη, και αυτή φοβισμένη έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο εκείνο δεν την ξαναείδε.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως η κακιά μάγισσα ήταν μια όμορφη γυναίκα σύζυγος ενός ληστή που μια φορά τον απάτησε και όταν αυτός το έμαθε, με το σπαθί του κατακρεούργησε το πρόσωπο της και την καταράστηκε να ζει και να υποφέρει αιώνια. Η γυναίκα από τότε περιτριγυρίζει στην εξοχή και φοβίζει τους χωρικούς με την ασχήμια της.

Λέγει επίσης ο θρύλος πως το νεαρόν παιδί ήταν ο Αρχάγγελος Μηχαήλ, και οι κάτοικοι προς τιμήν του έκτισαν το εκκλησάκι που σήμερα ευρίσκεται στην περιοχή.

 ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 

Ήταν ένας Γιαννής που δεν ήξερε από θρησκεία, ούτε τον ενδιέφερε και δεν πήγαινε εκκλησία. Αντιθέτως η γυναίκα του ήταν πολύ Θεοφοβούμενη και δεν έχανε λειτουργία ή εσπερινό. Το παράπονο της ήταν πολύ μεγάλο για τον άθεο άνδρα της και όλο του μουρμουρούσε.

Αυτός μια Κυριακή, αποφάσισε να της κάνει το χατίρι να πάνε μαζί στην εκκλησία. Ήταν η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Κυριακή της Ορθοδοξίας που η λειτουργία γινόταν σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατ΄ αυτήν οι πιστοί περιέφεραν τις εικόνες σε λιτή προς δόξαν της αυτοκράτειρας.

Όταν ήρθε η ώρα της λιτής, οι πιστοί έπαιρναν από μια εικόνα Αγίου και ακολουθούσαν τον ιερέα. Όταν ήρθε η σειρά του Γιαννή, οι εικόνες είχαν τελειώσει, τις πήραν όλες. Πάει ο Γιαννής, σβήνει κάτι κεριά από το μανουάλι και το φορτώνεται στον ώμο έτοιμος να ακολουθήσει τους άλλους. Η γυναίκα του βλέποντας τον, γεμάτη ντροπή έτρεξε κοντά του και του έβαλε τις φωνές.

Και ο αθεόφοβος γυρίζει και της λέει,

-καλά ρε γυναίκα, σήμερα βρήκες να με φέρεις στην εκκλησία μέρα που κάνουν μετακόμιση, μέρα που έχω και έναν σφάχτη στο πλευρό; 

ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΑΝΙΟΥ   

Ο Γιαννής ο Βάννας ήταν περβολάρης, είχε ένα μικρό καφενείο, είχε και ένα ταξί που μετέφερε επιβάτες στη πόλη της Πάφου. Καθώς πολυάσχολος δεν έκανε τακτικά τη γραμμή, παρά μόνο όταν κάποιος τον χρειαζόταν τον αναζητούσε από την προηγούμενη μέρα και συμφωνούσε την κούρσα.

Ο Στέλιος του Κλέαθθου ένα δείλι τον επισκέφθηκε στο καφενείο και του είπε πως θα μετακόμιζε στη Λεμεσό, και πως τον χρειαζόταν το επόμενο πρωί.

Ξημερώματα την άλλη μέρα του Άη Γιαννιού πριν ακόμα φέξει καθόλου, φόρτωσαν τα μπαγκάζια και ξεκίνησαν. Η μέρα αν και καλοκαιρινή, έδειχνε μουντή, ίσως να ερχόταν κάποιο μπουρίνι σκέφτηκε ο Βάννας.

Ο δρόμος ως τη Λεμεσό ήταν στενός με πολλά ανηφόρια και μικρά γεφύρια.

-Ας ελπίσουμε να έχουμε καλό ταξίδι, είπε ο Βάννας.

Ξεκίνησαν και οδηγώντας προσεχτικά στις επικίνδυνες στροφές, έφτασαν με καλό τον καιρό μέχρι την πέτρα του Ρωμιού. Από εκεί και πέρα, η ατμόσφαιρα βάρυνε και μια απότομη βροχή άρχισε που γρήγορα δυνάμωνε. Ήταν ένα απότομο καλοκαιρινό μπουρίνι.

Οδηγώντας με περισσότερη προσοχή, συνέχισαν το δρόμο τους. Έφτασαν στην Επισκοπή και εκεί συνάντησαν έναν χειρότερο καιρό που η βροχή έπεφτε με το τουλούμι και ο στενός δρόμος έγινε ποταμός, ενώ ο αέρας φυσούσε δυνατός. Όμως καθώς το χωριό ήταν σε ψηλό έδαφος, το νερό έτρεχε χείμαρρος στο δρόμο και με δυσκολία επέτρεπε το οδήγημα. Ο Βάννας σκέφτηκε πως οδηγώντας προσεχτικά θα έφταναν στον προορισμό τους ασφαλείς, αφού ελάχιστα μίλια έμειναν μέχρι την πόλη της Λεμεσού.  

Το φως πήρε να χαράζει και κάτω από το σκέπαστρο μιας βεράντας ενός κτιρίου που εφαπτόταν του δρόμου, είδαν έναν άνθρωπο να στέκει και να τους γνέφει να σταματήσουν.

-Να με πάρετε μαζί σας; ρώτησε τον Βάννα όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο.

Αφού μπήκε μέσα, σε λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν το γεφύρι της Ερήμης τους λέει,

-Μην προχωρήσετε άλλο γιατί το γεφύρι έσπασε και θα σας παρασύρει ο ποταμός.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο και ο Βάννας με τον Στέλιο πραγματικά είδαν το γεφύρι σπασμένο από τον μεγάλο χείμαρρο και σκέφτηκαν πως είχαν Άγιο που βρήκαν αυτόν τον καλό άνθρωπο να τους προειδοποιήσει.

Γύρισαν στο πίσω κάθισμα να τον ευχαριστήσουν, αλλά έκπληκτοι είδαν το κάθισμα άδειο και ο επιβάτης να λείπει. Σκέφτηκαν πως όση ώρα περιεργάζονταν το γεφύρι κατέβηκε από το αυτοκίνητο, αλλά δεν άκουσαν πόρτα να ανοιγοκλείνει. Παραξενεμένοι κοίταξαν καλύτερα μήπως ήταν κάτω σκυφτός, αλλά ούτε ίχνος του, παρά μόνο είδαν πάνω στο κάθισμα αφημένο ένα μικρό  εικόνισμα.

Το πήρε ο Βάννας να το περιεργαστεί, και διαπίστωσε πως ήταν το εικόνισμα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και μονολογώντας είπε,

-Πράγματι είχαμε Άγιο μαζί μας. 

Ο ΠΑΠΑΣ ΠΑΠΑ ΔΕ ΘΕΛΕΙ 

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος (1767-1810) πριν ενδυθεί τα ράσα, ήταν πολίτης και νυμφευμένος, και είχε αποκτήσει και έναν υιό. Όταν η σύζυγος του απέθανε, αυτός ιερώθηκε, και το 1762 εξελέγη στον μητροπολιτικό θρόνο Πάφου, ενώ το 1767, ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ήταν γνωστό της πάση, ότι έπιαναν πολύ οι κατάρες του.

Ο Κυπριανός ο οποίος διεκδικούσε το θρόνο με οποιονδήποτε τρόπο, με άλλους τον κατηγόρησαν στους Τούρκους ότι δημιούργησε μεγάλα χρέη στην εκκλησία, ότι προωθούσε τους συγγενείς του στα διάφορα εκκλησιαστικά αξιώματα, και ότι συνεργαζόταν με άλλους για επανάσταση. Έτσι πέτυχαν να εκδοθεί σουλτανικό διάταγμα εξορίας του στην Εύβοια όπου εκεί από το μαράζι πέθανε μετά από πέντε χρόνια.

Εν τω μεταξύ τη θέση του ως Αρχιεπίσκοπος κατέλαβε παράτυπα εφ όσον ακόμα ζούσε ο ίδιος, ο Κυπριανός, ο οποίος χειροτονήθηκε κανονικά μετά τον θάνατο του.

Μεταφερόμενος με άμαξα από τους Τούρκους στο λιμάνι της  Λάρνακας για το ταξίδι της εξορίας, ο Χρύσανθος ζήτησε από τους φρουρούς του να τον αφήσουν να προσευχηθεί για τελευταία φορά στα χώματα της Κύπρου. Γονατιστός και βλέποντας προς τη μεριά της Λευκωσίας, παρακάλεσε το Θεό όπως στον υπαίτιο που παρακίνησε τους Τούρκους να τον εξορίσουν, να πέσει τιμωρία στο κεφάλι του, και να κρεμαστεί από τους Τούρκους.

Και πράγματι ο Κυπριανός, το 1821 συνελήφθη από τους Τούρκους και κρεμάστηκε. 

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ

Κατά καιρούς έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις που συνηγορούν πως η ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει φαντάσματα ή να αισθάνεται ανεξήγητες παρουσίες,  εξαρτάται από την παρατεταμένη επαφή ή την σύνδεση που είχε ή έχει με το άτομο που βλέπει ή νιώθει.

Ήταν μια φορά ένα ταιριαστό ζευγάρι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και όλα ήταν ωραία, και ήταν καλά. Από μικρά παιδιά κάθε Κυριακή που πήγαιναν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας της Χλώρακας, οι ματιές τους συναντιόνταν, είχαν νιώσει μέσα τους το σκίρτημα της αγάπης.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μ’ολις μεγάλωσαν ολίγον, από ενωρίς, σχεδόν μικροί, έδωσαν λόγο να παντρευτούν. Είχαν και οι δύο στις καρδιές τους πολλή καλοσύνη, ήσαν ενάρετοι και πιστοί Χριστιανοί. Όλοι στο χωριό τους αγαπούσαν, τους παίνευαν και τους καμάρωναν. Αγαπήθηκαν πολύ, δεν έκανε ο ένας χώρια του άλλου. Πάντα πιασμένοι από το χέρι, μόνο στην εκκλησιά χώριζαν για να πάει ο καθένας στη θέση του, χώρια οι άνδρες από τις γυναίκες ως όρίζαν τα έθιμα.

Αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει τα ωραία να μην διαρκούν, έτσι και στο ζευγάρι τούτο, στα ξαφνικά ήρθε το κακό, έφερε τα πανω κάτω, κουρέλιασε τα όνειρα, σκότωσε τις καρδιές, έφερε την καταστροφή. Άρχισε η κοπέλα να νιώθει αδυναμία και ζαλάδα, αρρώστησε βαριά, απότομα, μέσα σε λίγο καιρό, έσβησε και πέθανε.

Όλο το χωριό την έκλαψε, για ημέρες πολλές όλοι ήσαν στενοχωρημένοι, αλλά πιο πολύ μαράζωναν για τον ζωντανό, τον νέο που απαρηγόρητος δεν άντεχε τον πόνο. Τόση ήταν η ερημιά γύρω του που ένιωθε, που έκλαιγε μοναχός μέσα στις νύχτες και ακουγόταν το γοερό του κλάμα που ράϊζε τις καρδιές των άλλων ανθρώπων.

Ίσως επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, ίσως γιατί η πεθαμένη κοπέλα όσο ζούσε του είχε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ήσαν ενάρετοι ή έτσι ήθελε ο θεός, κάθε βράδυ στο όνειρο του μόλις λαγοκοιμόταν, η οπτασία της τον επισκεπτόταν. Καθόταν στο προσκέφαλο και του χάιδευε τα μαλλιά και το μέτωπο, τούλεγε τραγούδια και λόγια  παρηγοριτικά, καθώς και ψαλμούς της εκκλησιάς. Και κάθε που έρχονταν τα μεσάνυχτα έσκυβε και τον φιλούσε, εκείνη ήταν η ώρα που πέθανε. Ο νέος πεταγόταν από το κρεβάτι και την αναζητούσε, αλλά ξυπνητός πλέον, έβλεπε την οπτασία της να φεύγει από την χαραμάδα του παραθύρου.

Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε απαρηγόρητα, το μυαλό του ήταν να το χάσει, δεν ήξερε τι να κάμει. Και οι μέρες περνούσαν. Σταμάτησε να πηγαίνει εκκλησιά, κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε απόμακρος, όλοι στο χωριό πίστευαν ότι του σάλεψε το μυαλό.

Πέρασαν 40 μέρες, ήρθε η μέρα του μνημοσύνου. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε νιώθοντας μια περίεργη ανήσυχη ηρεμία. Μια αδιόρατη προσμονή ήταν φωλιασμένη μες στην καρδιά του και προαισθανόταν ότι κάτι θα άλλαζε. Πήγε στην εκκλησιά, λειτουργήθηκε και προσευχήθηκε, και ο παπάς έκαμε το μνημόσυνο.

Εκείνη ακριβώς την ωρα του μνημοσύνου αισθάνθηκε να συμβαίνει ένα θαύμα, ένιωσε μέσα του να δέχεται τη χάρη και τη φώτιση του Θεού, ένιωσε να βλέπει την οπτασία της καλής του αγαπημένης πιασμένη χέρι με τους αγγέλους να φεύγει χαμογελώντας του προς τον ουρανό.

Κατάλαβε ότι τον επισκέφθηκε ο Θεός, τον αισθάνθηκε μέσα του και ένιωσε την γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν 40 ημέρες, τόσες όσες κατά την ορθόδοξη θρησκεία χρειάζεται η ψυχή όταν αποχωριστεί από το σώμα να παραμένει στη γη γυροφέρνοντας στους τόπους που αγάπησε, και ύστερα να φεύγει για τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήρθε η ώρα που η καλή του θα όδευε στον τόπο της ανάπαυσης, δίπλα στο θεό, εκεί που έπρεπε να είναι, μέσα στον παράδεισο.

Από εκείνη την ημέρα ο νέος, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε να δεί άλλη κοπέλα, αφιερώθηκε απόλυτα στο Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του και είναι ως σήμερα απόλυτα ευχαριστημένος για τις επιλογές του. 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ

Τον Μάρτη και τον Απρίλλη η θάλασσα ημερεύει και είναι ο καιρός που οι ψαράδες ψαρεύουν αράδα, είναι η καλή εποχή τους. Όταν όμως η θάλασσα πει να αγριέψει, είναι η πιο κακή εποχή τους, είναι που στα καλά καθούμενα και δίχως ο καιρός να δείξει, αναταράσσουν τα νερά στα ξάφνου και στα γρήγορα, είναι οι εποχή που η θάλασσα πνίγει τους καλούς ψαράδες. Πιότερη γαλήνη και ηρεμία δεν ματάχει άλλους καιρούς, αλλά και το αντίθετο, έτσι που οι μεγάλες καιρικές μεταβολές που συμβαίνουν, δίνουν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάθει μύθους, θρύλους, παροιμίες και παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματά τους.

Μέχρι τα μέσα του Απρίλη θεωρείται επίσης ότι οι ξαφνικοί και ισχυροί άνεμοι προξενούν ναυάγια και μέχρι τότε όσοι εχουν πλεούμενα προσέχουν δυο φορές, ή αποφεύγουν να ταξιδεύουν. Παρόλα αυτά, με τον ερχομό του Μάρτη οι ψαράδες βγαίνουν στη θάλασσα και ρίχνουν τα δίχτυα τους, είναι οι πιο καλές εποχές που πιάνουν ψάρια.

Ο Κώστας Λεωνίδα ο καλός ψαράς του χωριού, αφού με τον πατέρα του τον Γιώργο του Λεωνή όλη μέρα ξεκουράστηκαν, κατά τα μεσάνυχτα ανέβηκαν στη βάρκα τους και ανοίχτηκαν στα βαθειά, προς τη μεριά της δύσης. Έριξαν τα δίχτυα τους, και έγειραν πίσω να ξεκουραστούν, να περάσει η ωρα, νάρτει το ξημέρωμα για να τα ξαναμαζέψουν.

Πήρε να χαράσσει, η θάλασσα ήταν όμορφη και γαληνεμένη, ο καιρός ήταν πεντακάθαρος, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα άλλαζε. Ξύπνησαν από το λαγοκοίμισμα τους, πρόσεξαν μια άκρα ησυχία, είχε απανεμιά, τα νερά της θάλασσας ήταν ακίνητα. Έμειναν να κοιτάζουν τον μακρινό ορίζοντα, και μια ανησυχία τους κυρίευσε για την απόλυτη ησυχία του καιρού και της θάλασσας.

Αποφάσισαν να μαζέψουν τα δίχτυα και να επιστρέψουν. Αρχίνισαν το εργο, και αφου τέλειωσαν, με ανακούφιση ετοιμάστηκαν για τον γυρισμό. Από το ακρωτήρι στο Κερατί, ως τον κόλπο των Ποτίμων πήγαιναν καλά, και το φως είχε φέξει αρκετα…

Μα ξάφνου και απότομα, σκοτείνιασε ο ουρανός, και μια αστραπή φώτισε όλο τον βαθύ ορίζοντα. Μια βουή ακούστηκε, η θάλασσα αγρίεψε και είδαν από τα βαθιά του πέλαου να βγαίνει ένας ανεμοστρόβιλος που με ασύλληπτη ταχύτητα έτρεχε και ερχόταν με πολλη βουή ολόισια πανω τους. Είχε σημάνει το τέλος το κατάλαβε, ένιωσε την δύναμη του ανεμοστρόβιλου να τους αρπάζει και να τους σηκώνει ψηλά στον ουρανό, έκαμε τον σταυρό του, έκλεισε τα μάτια και ήταν έτοιμος να παραδοθεί στο Θεό. Ώσπου απότομα ένιωσε να σταματά η φόρα προς τα πανω, ένιωσε την βάρκα να πέφτει με δύναμη στο κενό, να χτυπά με δύναμη στη θάλασσα, και ύστερα τα δίχτυα με τα ψάρια μέσα να πέφτουν πανω τους και να τους σκουλλίζουν.

Έτσι ξαφνικά που ήρθε το κακό, έτσι ξαφνικά πέρασε και έφυγε, ήταν όλα όπως πριν. Γύρισε και κοίταξε ανήσυχα τον πατέρα του να δει αν είναι καλά, τον είδε πολύ γαληνεμένο και τον άκουσε να ευχαριστεί το Θεό. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος του και του είπε να ευχαριστήσει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τους έσωσε, και την άλλη μέρα να πάν να του ανάψουν το καντήλι. Του εξήγησε ότι την ωρα που ήρθε ο κίνδυνος, γύρισε κατά την Χλώρακα που είναι του Αρχαγγέλου, και του γύρεψε να τους γλυτώσει. Την ωρα που η άκρη του ανεμοστρόβιλου τους άρπαξε και τους σήκωσε μαζί του, απότομα σταμάτησε τη φορά του, άλλαξε πορεία, έφυγε και σβήστηκε στον ουρανό. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος είχε κάμει το θαύμα του. 

ΤΟ ΣΤΑΜΝΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ

Ύστερα από το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών στη Κύπρο, ακολούθησε  στις 20 Ιουλίου 1974 η τουρκική εισβολή η οποία προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Ήταν χιλιάδες οι νεκροί και οι αγνοούμενοι και δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες Κύπριοι που έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Η Πάφος βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια της εισβολής από τα τουρκικά αεροπλάνα αδιακρίτως. Έγιναν μάχες σε πολλές περιοχές της Πάφου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Οι κάτοικοι έντρομοι από τους φοβερούς βομβαρδισμούς των αεροπλάνων κλείδωναν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στις γυρω περιοχές σε φυσικές κρυψώνες για να προφυλαχτούν. Ο στρατός όρισε περιπολίες σε όλα τα χωριά ώστε να φυλάσσονται τα άδεια σπίτια από λεηλασίες.

Εκείνες τις μέρες ένας δάσκαλος έφεδρος στρατιώτης από τη Χλώρακα ο Κώστας, υπηρετούσε στο στρατό. Ένα σκοτεινό βράδυ είχε περιπολία με σύντροφο έναν άλλο χωριανό του τον Κακή, στο χωριό Κονιά. Ήταν μια μαύρη νύχτα με πηχτό σκοτάδι, στεγνό, θαρρείς ξεραμένο χωρίς αέρα. Ο στρατός κοιμόταν στα τσαντίρια κάτω στο κάμπο με το κόκκινο χώμα, στα χωράφια του κάνω Κτημάτου. Οι δυο σύντροφοι στην ολονύχτια βάρδια τους ήταν ποσταμένοι και αποκαμωμένοι απο το αδιάκοπο ξαγρύπνισμα. Από το πολύ περπάτημα και απο την κούραση εκείνο το βράδυ έσερναν τα πόδια τους και η δίψα τους στέγνωνε τα χείλη. Ο Κακής ήταν σκληρός, ήταν εργάτης στις οικοδομές, βάσταναν οι αντοχές του. Ο Κώστας ήταν δάσκαλος, ήταν καλομαθημένος, τα πόδια του δεν τον έσωναν και η μεγαλη δίψα τον σκότωνε, δεν άντεχε άλλο. Η μιλιά του δεν έβγαινε, είχε πισσώσει στο στόμα του. Ήταν ένα απάνθρωπο πράμα νάναι ολότελα διψασμένος και όμως να περπατά ολάκερες ώρες φορτωμένος με ντουφέκι και σφαίρες και ένα ασήκωτο γομάρι το γυλιό του  στην πονεμένη του ράχη. Και το παγούρι ήταν άδειο. Τα άρβυλλα τού έκοβαν τα πόδια που είχαν πρηστεί, δεν άντεχε άλλο. Όλη μέρα βάρδια στο στρατόπεδο να προσέχουν τους αιχμαλώτους, όλη νύχτα βάρδια να προσέχουν τα άδεια σπίτια στο χωριό. Και το νερό είχε τελειώσει. Έψαξαν σε όλο το χωριό, ήταν παντού κλειδωμένα, έψαξαν όλες τις βρύσες, ήταν όλες στερεμένες. Ο σύντροφος του τού έδινε θάρρος, αλλά αυτός δεν άντεχε. Ήθελε να ξαπλώσει στο χώμα και να παραδοθεί στη κούραση του και στη μεγαλη του δίψα. Να κλείσει τα μάτια κι ας πέθαινε, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μόνο να γλυτώσει από το μαρτύριο της δίψας.

Το μυαλό του πάγωσε, δεν βοηθούσε στη σκέψη, έτσι ευκολότερα πήρε την αποφαση του, ήταν μια σκέψη που του άρεσε, ήταν μια σκέψη να πέσει να ξαπλώσει, να γύρει και να κοιμηθεί, κι ας μην ξημέρωνε ποτέ, ας του φεύγε η ψυχή, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μονο να ξεκουραστεί. Έπεσε στα γόνατα, ακούμπησε το χέρι στο χώμα και σιγομουρμουρίζοντας λόγια που δεν έβγαιναν από τα χείλη του, αποχαιρέτησε τον φίλο του. Έπεσε χάμω ξάπλωσε, θυμάται έγειρε το κεφάλι του σε μια πέτρα για μαξιλάρι. Έμεινε ακίνητος μη ακούοντας τις παραινέσεις του φίλου του να σηκωθεί να προχωρήσουν. Μισοαναίσθητος  και με τις αισθήσεις του να υπολειτουργούν, μόλις που πρόλαβε να κάμει μια προσευχή στον Άγιο Νικόλα τον γείτονα του που είχε το εκκλησάκι του κοντά στο σπίτι του, τον παρακάλεσε να κάμει ένα θαύμα, να του στείλει ένα σταμνί γεμάτο δροσερό νερό και αυτός θα του άναβε μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του..., και έχασε τις αισθήσεις του.

Ύστερα από λίγη ώρα ένιωσε να συνέρχεται, ήταν απο μια  δροσιά που ένιωθε στο σβέρκο του, νόμισε ήταν η δροσιά της πέτρας που είχε για μαξιλάρι. Άκουσε τον φίλο του δίπλα να ρωτά πως αισθάνεται, και του άπλωσε το χέρι. Ακούμπησε στην πέτρα που καθόταν και την ένιωσε ζεστή. Μέσα στην αποχαύνωση του κατάλαβε ότι δεν γίνεται η μια πέτρα να είναι ζεστή και η άλλη δροσερή. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, και ύστερα πασπάτεψε την πέτρα. Την ακούμπησε και την ένιωσε να είναι στρογγυλεμένη και υγρή. Σε απειροελάχιστα του δευτερολέπτου ο νους του στράφηκε στην προσευχή που έκαμε στον Αι Νικόλα, και μια χαρά τον πλημμύρισε, ήξερε ότι εγινε το θαύμα. Πασπάτεψε ξαλά, δεν ήταν πέτρα, ήταν ένα σταμνί γεμάτο νερό. 

Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ

Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε μια νέα κοπέλα μοναχοκόρη που την έλεγαν Στασού. Ήταν μόλις 17 χρονών και από φτωχή οικογένεια. Στα καλά του καθουμένου σαν μαγείρευε για τον κύρη και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω πεθαμένη.

Οι γονιοί και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν πολύ και η μάνα παρακαλούσε τον Άη Νικόλα τον γείτονα της να της την φέρει πίσω και στη θέση της άς έπαιρνε μια άλλη, άς έπαιρνε αυτήν.

Την άλλη μέρα αφού την έπλυναν με ανθόνερο της κιτρομηλιάς, της φόρεσαν την καλή της άσπρη φορεσιά και στολισμένη σαν τη νύφη την έβαλαν στο άσπρο σεντούκι ενώ το κλάμα σπαραχτικό ολονών ακουγόταν ως την κάτω γειτονιά.

Ύστερα την πήραν στην εκκλησιά και της έκαμαν την κηδεία. Η χαροκαμένη μάνα όταν έσκυψε για τον τελευταίον ασπασμό, και ενώ σκυφτή από πάνω της την αγκάλιαζε τη φιλούσε και την έκλαιγε, η πεθαμένη κόρη άνοιξε τα μάτια της σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά σαν να κοιμόταν.

Ήταν ένα μεγάλο θάμα που έκαμε ο Άη Νικόλας σκέφτηκε η μάνα, και χαρούμενη μαζί με τους άλλους, κλαίγανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά, η νεκραναστημένη κοπέλα τους σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε πάει σε ένα μέρος πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία και καθόλου δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έμεινε λίγο διάστημα με έναν άγγελο τον Μιχαήλ Αρχάγγελο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει του αγγέλου που την συνόδευε ότι δεν άκουσε καλά, δεν ήταν αυτή την Στασού που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην κάτω γειτονιά. 

Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην κάτω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά.